11 Ιουνίου, 2016
Από τις εκδηλώσεις μνήμης για την επέτειο απαγχονισμού των Εθνομαρτύρων Άγρα και Μίγκα, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στις τοπικές κοινότητες Άγρα και Καρυδιάς στις 5 Ιουνίου 2016, ημέρα Κυριακή και ώρα 10.00 π.μ.
Το πρόγραμμα των Εκδηλώσεων Μνήμης περιελάμβανε:
1) Αρχιερατικό Μνημόσυνο στον Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Άγρα,
2) Ομιλία Αντωνίου Παππού, Σχολικού Συμβούλου Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης,
3) Μετάβαση στον χώρο θυσίας των Μακεδονομάχων,
4) Ομιλία για το χρονικό της ημέρας από τον Κωνσταντίνο Κάμτση, Πρόεδρο της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Γιαννιτσών «Ο Φίλιππος»,
5) Επιμνημόσυνη Δέηση,
6) Κατάθεση στεφανιών,
7) Σιγή ενός λεπτού,
8) Εθνικός Ύμνος,
9) Πολιτιστικές εκδηλώσεις στην πλατεία της Τ.Κ. Καρυδιάς.
ΟΙ ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΑΓΡΑΣ ΚΑΙ ΜΙΓΓΑΣ
Αναμφίβολα ο Μακεδονικός Αγώνας αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα έπη του Ελληνισμού. Οι γηγενείς Μακεδονομάχοι, πολλοί εκ των οποίων σλαβόφωνοι, αλλά με Ελληνική Εθνική συνείδηση και πιστοί στο Πατριαρχείο, συνεργαζόμενοι με Αξιωματικούς και εθελοντές από την ελεύθερη Ελλάδα, κατέπληξαν με τα κατορθώματά τους. Άνοιξαν έτσι το δρόμο , υποχρέωσαν μάλλον, το Ελληνικό Κράτος να αναλάβει στρατιωτική δράση , για την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τον Τουρκικό ζυγό, αλλά και από τις επιδιώξεις της Βουλγαρίας.
Σήμερα με το Μνημόσυνο των Εθνομαρτύρων Άγρα και Μίγγα, τιμούμε και όλους αυτούς που δολοφονήθηκαν άνανδρα από συμμορίες Βουλγάρων κομιτατζήδων, για το λόγο ότι δήλωναν Έλληνες ή φρόντιζαν για την Ελληνική μόρφωση των παιδιών τους.
Όσοι έζησαν την εποχή εκείνη ή μελέτησαν τη ζωή, τους αγώνες και το μαρτυρικό θάνατο του Τέλλου Άγρα ένιωσαν θαυμασμό, δέος, αλλά και υπερηφάνεια. Ενέπνευσε πολλούς. Ο καπετάν Άγρας έγινε τραγούδι, ποίημα, μυθιστόρημα. Σ’ αυτόν είναι αφιερωμένο το ιστορικό μυθιστόρημα της Πηνελόπης Δέλτα «Τα Μυστικά του Βάλτου». Το πιο πολυδιαβασμένο βιβλίο για εφήβους, το οποίο συνέβαλε στη διαμόρφωση Εθνικού φρονήματος σε πολλές γενιές.
Ο Σαράντος ή Τέλλος Αγαπηνός, ο καπετάν Άγρας, γεννήθηκε στο Ναύπλιο το 1880. Καταγόταν από οικογένεια αγωνιστών του 21 και μεγάλωσε σε περιβάλλον με ηθικές αξίας, συνείδηση του καθήκοντος και αγάπη για την Πατρίδα. Ήταν πανέξυπνος, ζωηρός, αλλά και ευαίσθητος.
Με την αποφοίτησή του από τη Σχολή Ευελπίδων ζήτησε επανειλημμένα να υπηρετήσει στα σύνορα της Ελλάδος, που την εποχή εκείνη ήταν στη Θεσσαλία. Συγκλονισμένος από τον θάνατο του Παύλου Μελά, κάνει συνεχείς αιτήσεις για να καταταγεί στα αντάρτικα σώματα της Μακεδονίας. Τελικά τον Αύγουστο του 1906, μετά από θερμή εισήγηση του φίλου του Ανθυπολοχαγού Ρόκκα (καπετάν Κολιός), του ανατίθεται από το Προξενείο της Θεσσαλονίκης η αρχηγία του αγώνα στις περιοχές Βερμίου-Νάουσας-Έδεσσας.
Τον Οκτώβριο του 1906 μαζί με 12 Ευζώνους καταφθάνει στη Μακεδονία. Πριν μεταβεί στη Νάουσα, διήλθε από τη Λίμνη των Γιαννιτσών ,όπου πληροφορήθηκε ότι ήταν κρησφύγετο και ορμητήριο των Βουλγάρων κομιτατζήδων. Ενημερώνεται για την κατάσταση από τον καπετάν Κλάπα(Μακρόπουλος) και τον καπετάν Παναγιώτη(Παπατζανετέας). Ορμητικός και ανυπόμονος ζητά να αναλάβει αμέσως δράση.
Μυείται στα μυστικά του βάλτου από τον πολύπειρο γηγενή Μακεδονομάχο από τα Γιαννιτσά Γκόνο Γιώτα, ο οποίος του συνιστά σύνεση και σκεπτικισμό στις επιχειρήσεις του .Του μαθαίνει σε σύντομο χρονικό διάστημα για το έδαφος και τα περάσματα, τον τρόπο ενεργείας της βουλγαρικής προπαγάνδας, τον ανορθόδοξο πόλεμο στη λίμνη και τη γύρω περιοχή, την ψυχική δύναμη ,τη συμπεριφορά και τη γλώσσα του μακεδονικού λαού και τέλος τους κινδύνους που εγκυμονούν από τις βδέλλες, τα κουνούπια και την υγρασία του βάλτου των Γιαννιτσών . «Εδώ θέλει υπομονή και μάτια τέσσερα» συνήθιζε να του λέει ο Γκόνος Γιώτας, οπότε μια μέρα χαριτολογώντας του απαντά ο κ.Άγρας «Τότε να φορέσουμε γυαλιά κ.Γκόνο».
Πράγματι ως αρχηγός σώματος στη λίμνη των Γιαννιτσών και ως αρχηγός σώματος της Ναούσης, απέδειξε ότι είχε αναπληρώσει ,σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, τις ελλείψεις, που εκ των πραγμάτων είχε κάθε νεοφερμένος αξιωματικός, όπως αναφέρει ο πρόξενος Κορομηλάς.
Πρώτη του παράτολμη επιχείρηση ήταν να εγκατασταθεί εντός της λίμνης των Γιαννιτσών, με την κατάληψη του πατώματος Κούγκα, όπου κατασκεύασε μία καλύβα, και ύψωσε την Ελληνική σημαία. Από εκεί ήλεγχε τις κινήσεις των Βουλγάρων και έκανε πολλές αιφνιδιαστικές επιθέσεις. Την 14η Νοεμβρίου 1906,σχεδόν είκοσι μέρες μετά την άφιξή του στη Μακεδονία, σε συνεργασία με τον Γκόνο Γιώτα, πραγματοποιεί την πρώτη επίθεση στο Ζερβοχώρι ,κρησφύγετο του βοεβόδα Αποστόλ Πετκώφ, και επιφέρει ισχυρό πλήγμα και μεγάλες φθορές, στο ορμητήριο και κέντρο ανεφοδιασμού των Βουλγάρων κομιτατζήδων. Ο καπετάν Άγρας επέδειξε απαράμιλλη γενναιότητα ,παρότι τραυματίστηκε στο δεξί χέρι. Επιτίθεται κατά του αρχηγείου των Βουλγάρων στη λίμνη που ήταν η έδρα του αιμοσταγούς βοεβόδα Ζλατάν, την οποία αυτοί εγκαταλείπουν τρομοκρατημένοι.
Το σώμα του καπετάν Άγρα βρίσκεται καθημερινά πανέτοιμο ως εμπροσθοφυλακή. Δίνουν πολλές φονικές μάχες και καταφέρουν να τρομοκρατήσουν και να κάμψουν το ηθικό των κομιτατζήδων, να τους περιορίσουν και να ανατρέψουν τα σχέδια τους. Ο απολογισμός της τετράμηνης δράσης του αρχηγού είναι πλούσιος. Τα θρυλικά κατορθώματά του γέμισαν χαρά και ανακούφιση στους Έλληνες της περιοχής και αναπτέρωσαν τις ελπίδες τους. Πολλά κάτοικοι των χωριών μεταστράφηκαν και έγιναν Πατριαρχικοί-όπου πραγματικά ανήκαν εξ αρχής, αλλά αναγκάστηκαν δια της βίας από τους Βουλγάρους να δηλώνουν ως εξαρχικοί.
Η διαβίωση όμως στις πολύ άσχημες συνθήκες της Λίμνης-με την αποπνικτική υγρασία, τα κουνούπια και τις βδέλλες να σε κατατρώγουν ασταμάτητα-και σε συνδυασμό με το βαρύ χειμώνα επηρέασαν την υγεία του Αρχηγού. Προσβλήθηκε από υψηλό πυρετό και ελονοσία, μετακινείται στη Θεσσαλονίκη για θεραπεία και τέλος εγκαθίσταται στη Νάουσα.
Εκεί αναλαμβάνει ρόλο επιτελικό. Οργανώνει τη συνέχιση του αγώνα και συνεργάζεται με οπλαρχηγούς και τοπικούς παράγοντες. Με τον πολιτισμένο και συμβουλευτικό τρόπο που φερόταν προς τους κατοίκους, απέκτησε κύρος και το σεβασμό τους. Αξιολογώντας την όλη κατάσταση και τις μεγάλες απώλειες σε έμψυχο υλικό, αρχίζει να σκέφτεται την ιδέα της προσέγγισης και συμφιλίωσης μεταξύ των αντιμαχομένων Ελλήνων και Βουλγαριζόντων εξαρχικών, αξιοποιώντας το στοιχείο της κοινής χριστιανικής πίστης και με στόχο την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Τον προβλημάτιζε πιθανόν η παρακαταθήκη του Ρήγα Φεραίου.
Με τις εξαιρετικές στρατιωτικές αρετές που διέθετε, είχε αντιληφθεί ότι η συμφιλίωση θα επιτυγχάνονταν ευκολότερα, αν ερχόταν πρώτα σε συνεννόηση με τους Έλληνες που είχαν προσχωρήσει στη Βουλγαρική πλευρά. Εξάλλου ήταν εις γνώσιν του πολλά περιστατικά μεταστροφής εξαρχικών και προσχώρησης στις Ελληνικές δυνάμεις. Ευκαιρία του έδωσε ο αρχικομιτατζής Ζλατάν, ο οποίος μέσω μέλους της Ελληνικής επιτροπής Αγώνα, πρότεινε να επανέλθει στην Ελληνική πλευρά. Συμφωνήθηκε τότε με τον καπετάν Άγρα, να οδηγηθεί ο Ζλατάν στην Αθήνα, να συγκροτήσει ένοπλο σώμα και να επανέλθει στη Μακεδονία.
Μετά από πολλές συνεννοήσεις του διαμεσολαβητού και φλογερού πατριώτη Ζαφείρη Λόγγου, ο οποίος πίστεψε στα λόγια του Ζλατάν, ορίστηκε την προηγούμενη μέρα της συμφωνηθείσης αναχώρησής του δεύτερου στην Αθήνα, μία συνάντησή του με τον καπετάν Άγρα, χωρίς όπλα και συνοδεία από ένοπλα σώματα. Πολλοί προσπάθησαν να μεταπείσουν τον Άγρα και να ματαιώσουν τη συνάντηση, γιατί γνώριζαν την αγριότητα και δολιότητα του Ζλατάν. Η λαϊκή Μούσα του μήνυσε :« Άγρα που κίνησες να πας τούπαν οι Ναουσαίοι. Είναι άτιμοι οι Βούλγαροι. Αισχροί καπεταναίοι». Ως έντιμος όμως και γενναίος στρατιωτικός ,είχε δώσει το λόγο του και δεν έκανε πίσω ούτε στιγμή.
Όπως προκύπτει από σχετική αλληλογραφία με το Προξενείο Θες/νίκης, εμμέσως πλην σαφώς τους είχε ενημερώσει για το σχεδιαζόμενο εγχείρημά του, χωρίς όμως να λάβει προς τούτο οδηγίες.
Ήταν 3 Ιουνίου του 1907,κατά την οποία ο Άγρας, συνοδευόμενος από τον έμπιστο φίλο του Αντώνη Μίγγα, τον Ζαφείρη Λόγγο, τον Αποστόλη και τον Γιώργο Τόλιο, όλοι άοπλοι και με δώρα καλής θέλησης-γλυκά, κονιάκ, κρέατα και ψωμιά- κινούν για την προκαθορισμένη συνάντηση με τους κομιτατζήδες, στη θέση «Γαβράν-Καμίν» τρεις ώρες δυτικά της Νάουσας κατά το Προξενείο Θεσσαλονίκης και είκοσι λεπτά από το Τσερνομαρίνοβο(Μαρίνα), σύμφωνα με την αφήγηση αυτόπτη μάρτυρα κομιτατζή. Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τις πρόσφατες ανασκαφές, εκεί υπήρχε η αρχαία Μακεδονική πόλις Μαρινία.
Ο Ζλατάν συνοδευόταν από τον Γκιόργκη Κασάπτσε, ένα Ρουμανοβλάχο από το Κρούσοβο. Στην αρχή ήταν φιλικοί και κάθισαν να φάνε. Μόλις διαπίστωσαν ότι οι Έλληνες δεν συνοδεύονταν από ένοπλο σώμα, έδωσαν το σύνθημα και ξαφνικά πρόβαλε πολυάριθμη ομάδα κομιτατζήδων. Συνέλαβαν τον Άγρα και τον έδεσαν πισθάγκωνα. Διέταξαν τους υπόλοιπους της συνοδείας του να φύγουν. Ο πιστός φίλος του όμως Αντώνης Μίγγας αρνήθηκε να τον εγκαταλείψει.
Επί τέσσερις ημέρες τους βασάνιζαν και τους εξευτέλιζαν διερχόμενοι τα εξαρχικά χωρία της περιοχής, διαδίδοντας ψέματα ότι τους συνέλαβαν μετά από μάχη. Συγκέντρωναν τους χωρικούς για να τους επιδείξουν τη λεία τους και μάλιστα τους υποχρέωναν να φτύνουν και να προσβάλλουν τα δύο δεμένα και ανίκανα να αντιδράσουν παλικάρια. Στόχος τους ήταν να τονώσουν το χαμένο ηθικό των εξαρχικών και να διαπομπεύσουν τον καπετάν Άγρα που είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος τους.
Σε εμπιστευτική έκθεση του προξένου Θεσσαλονίκης Λάμπρου Κορομηλά αναφέρονται τα εξής : «Ο Άγρας έπεσε θύμα της αδικαιολογήτου αυτού εμπιστοσύνης εις ανθρώπους φαύλους και αναξίους. Εγίγνωσκον οι Βούλγαροι τι ήξιζε, διότι είχον ίδει αυτόν εκ του πλησίον, ότε εφόρμα ηγούμενος πάντοτε των ανδρών του εν τη λίμνη και καταλαμβάνων εξ εφόδου τα βουλγαρικά οχυρώματα. Ουδ’ αυτά τα τραύματα και αι πληγαί ανέκοψαν ποτέ την δράσιν του.
Δεν ετόλμων πλέον από καιρού να τον αντικρύσωσιν. Αλλ’ η έκφυλος βουλγαρική καρδιά, είναι πλήρης ποταπού δόλου. Επενόησαν να έλθωσι εις διαπραγματεύσεις υποκρινόμενοι ότι δέχονται συνεννόησιν προς κοινήν δράσιν, ίνα παύσωσι πλέον αι των χριστιανών αλληλοκτονίαι.
Η πλήρης ευγενείας ψυχή του νέου Άγρα ήτο ανέκαθεν υπέρ της καταπαύσεως των ωμοτήτων, αίτινες ήνοιξαν το μεταξύ των χριστιανών χάσμα.»
Αργά το απόγευμα, στις 7 Ιουνίου, ημέρα Πέμπτη, τους κρέμασαν ζωντανούς σε μια καρυδιά μεταξύ των χωριών Τέχοβο και Βλάδοβο (Καρυδιά και Άγρα). Την άλλη μέρα οι φοβισμένοι χωρικοί βρήκαν τα κρεμασμένα σώματα των δύο Εθνομαρτύρων. Οι γυναίκες της περιοχής, με πρωτοστατούσα την Μαρία Τζόλκα, τα έπλυναν, τα μύρωσαν, τα νεκροστόλισαν, τα μοιρολόγησαν. Η Ελληνική ψυχή και η συνείδησή τους απομάκρυνε κάθε ενδοιασμό και φόβο. Τους κλαίνε και μοιρολογούν, με τον πόνο και την αγάπη της γυναίκας-μάνας, στο εντόπιο σλαβογενές ιδίωμα :
«Δεν έχεις μάνα, γλυκό μας παιδί να σε κλάψει, δεν έχεις αδελφή να σε πενθήσει; Πως σας γέλασαν; Πως σας έφεραν να σας κρεμάσουν στην καρυδιά. Ξένες μάνες να σας κλάψουν. Ξένες αδερφές να σας μοιρολογήσουν;»
Η νεκρώσιμη ακολουθία έγινε στο χωριό Βλάδοβο(Άγρα) ψυχοσάββατο, παραμονή Πεντηκοστής την 9η Ιουνίου 1907,από τον Έλληνα ιερέα παπά Χρήστο, με ψάλτη τον μακεδονομάχο και δάσκαλο του χωριού Κων/νο Πάσχο και πλήθος παρισταμένων ορθοδόξων. Κατά την τελετή επικρατούσε μεγάλη συγκίνηση και ατμόσφαιρα βαρέως πένθους των κατοίκων. Έτσι βρήκαν ανάπαυση στα χώματα της Ελληνικής Μακεδονίας οι δύο εθνομάρτυρες που αγωνίστηκαν, πίστεψαν σε υψηλά ιδανικά και ωραίες ιδέες και θυσιάστηκαν γι’ αυτές.
Ο μαρτυρικός θάνατος των δύο παλικαριών, συνέτριψε την ψυχή των Ελλήνων. Αποτέλεσε όμως την κινητήρια δύναμη, για να εντείνει τον Αγώνα του το Ελληνικό Κράτος και να απελευθερώσει τη Μακεδονία, πεντέμισι χρόνια μετά από το θάνατό τους.
Ενέπνευσε πολλούς λογοτέχνες και μετουσιώθηκε σε ποιήματα, τραγούδια, διηγήματα. Ο Ρήγας Γκόλφης, στις 17 Ιουνίου 1907,μόλις δέκα ημέρες από τον θάνατό τους, γράφει στην εφημερίδα Ακρόπολις, ως είδος επιμνημόσυνης δέησης για τον Άγρα : «Τα νιάτα σου αρματώθηκες και ζώστηκες το θάρρος .Αστροπελέκι μέσα σου ο πόθος ο κρυφός. Κι ας έγειρε παλλήκαρε, στο πανηγύρι ο Χάρος. Τώρα η ζωή σου ειν’ όνειρο, μα ο θάνατός σου φως»
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου τραγουδάει για τον Τέλλο Άγρα : « Τα περιστέρια ένα πρωϊ δεν είχανε χαρά, ήταν στη στέγη ενός σπιτιού και κλαίγανε και στο διαβάτη λέγανε : Αλλοίμονο που χάσαμε δύο ανήσυχα φτερά»
Για πολλούς είναι απορίας άξιον, γιατί έμεινε κοντά στον αρχηγό και φίλο του, ο Αντώνης Μίγγας, ενώ μπορούσε να φύγει και μάλιστα γνώρισε ότι επρόκειτο να δολοφονηθούν. Η λαϊκή Μούσα με ένα λυπητερό τραγούδι αναρωτιέται : «Αντώνη, δε λυπήθηκες νι μάνα, νι πατέρα, ούτε γυναίκα κι αδερφές, ούτε μια θυγατέρα».
Το πανελλήνιο έκτοτε δεν ξέχασε τη θυσιαστική τους αγάπη για τη Μακεδονία και τιμά τη μνήμη του θανάτου τους με κάθε επισημότητα και μεγαλοπρέπεια μέχρι σήμερα.
Η διατήρηση όμως της ελευθερίας και της εδαφικής ακεραιότητας απαιτεί αγώνες και θυσίες και σε καιρό ειρήνης. Αγώνες δύσκολους γιατί ο εχθρός έρχεται να μας κατακτήσει-όχι με όπλα-αλλά με πολιτικά και οικονομικά μέσα. Και δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο τα πράγματα, λόγω του εφησυχασμού, των πολλών βιοτικών μεριμνών και των άγονων αντιπαραθέσεών μας. Είναι εθνική ανάγκη να συνειδητοποιήσουμε τη δυσμενή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα μας, την κρίση θεσμών και αξιών, τη φτώχια μεγάλης μερίδας του λαού, τον κατακερματισμό και την ασυμφωνία των πολιτικών δυνάμεων της χώρας επί εθνικών θεμάτων.
Να ομονοήσουμε και να αγωνιστούμε όλοι μαζί, με πίστη και τα ανεξάντλητα ψυχικά αποθέματα που διαθέτουμε, να περιφρουρήσουμε αυτά που μας παρέδωσαν οι πρόγονοί μας και να κατακτήσουμε αυτά που μας ανήκουν.
Να διατηρήσουμε άσβεστες τις μνήμες της θυσίας των ηρώων και μαρτύρων για την πατρίδα και να τις μεταλαμπαδεύσουμε στους επόμενους από μας.
Τέλος, χρέος και ιερό καθήκον μας είναι να διαφυλάξουμε το όνομα της Μακεδονίας, που αποτελεί Εθνική, Ιστορική και Πολιτιστική κληρονομιά μας, από κάθε ξένη επιβουλή και τον ενδοτισμό ελαχίστων από μέσα.
Αιωνία η μνήμη του Τέλλου και του Αντώνη
Κωνσταντίνος Κάμτσης
Πρόεδρος της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Γιαννιτσών «Ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ»
Κατηγορία: Ιστορικα - Μακεδονικός Αγώνας • Τα νέα της Εταιρείας