18 Μαΐου, 2016
Από τον Παπαλαζάρου Ιωάννη, Εκπαιδευτικό-Συγγραφέα
Το χωριό Σκρα, η παλιά Λούμνιτσα, στο βορειοδυτικό άκρο του Νομού Κιλκίς, σε μικρή απόσταση από τον Αξιό, έχει μείνει γνωστό στην ιστορία από την ομώνυμη μάχη που διεξήχθη στα υψώματα Σκρα Ντι Λέγκεν, (υψόμετρο 1.096 μ.), δυτικά του χωριού, το 2ήμερο 16 και 17 Μαΐου του 1918, μεταξύ βουλγαρικών και ελληνογαλλικών δυνάμεων.
Ήταν από τις πιο σκληρές και πολύνεκρες πολεμικές αναμετρήσεις της τελευταίας φάσης του Μακεδονικού Μετώπου του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, και έμεινε γνωστή ως μεγάλη νίκη του Ελληνικού Στρατού, παρ’όλο που συμμετείχε και η 122η γαλλική μεραρχία, επειδή το κύριο βάρος των επιχειρήσεων το ανέλαβαν τρεις ελληνικές μεραρχίες (Μεραρχία Σερρών, Μεραρχία Κρήτης και Μεραρχία Αρχιπελάγους) και προσέφεραν στα συμμαχικά στρατεύματα ένα πολύτιμο νικηφόρο αποτέλεσμα.
Ας δούμε όμως εν συντομία τι προηγήθηκε της Μάχης του Σκρα, ποια ήταν τα αίτια και οι διεθνείς συνθήκες που οδήγησαν στην έκρηξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918).
Η αφορμή για την κήρυξη του πολέμου αυτού υπήρξε η επί του σερβικού εδάφους (Σεράγεβο) δολοφονία του Διαδόχου του θρόνου της Αυστροουγγαρίας, Αρχιδούκα Φραγκίσκου-Φερδινάνδου, μαζί με τη σύζυγό του (28 Ιουνίου 1914). Η Αυστροουγγαρία θεώρησε ως ηθικό αυτουργό της δολοφονίας τη Σερβία και χρησιµοποίησε το γεγονός ως επαρκή δικαιολογία για να κηρύξει, ένα μήνα ακριβώς αργότερα (28 Ιουλίου), τον πόλεµο κατά της Σερβίας.
Στο πλευρό της Αυστροουγγαρίας δεν άργησε να ενταχθεί και η ανερχόµενη τότε μεγάλη ευρωπαϊκή δύναµη της Γερµανίας, της οποίας οι επεκτατικές και ιµπεριαλιστικές διαθέσεις θεωρούνται ως η βαθύτερη αιτία του Α” Παγκοσµίου Πολέµου.
Οι Άγγλοι και οι Γάλλοι, κυρίαρχες παγκόσµιες δυνάµεις της εποχής, από την πρώτη στιγμή στάθηκαν στο πλευρό της Σερβίας και της υποσχέθηκαν βοήθεια. Μέσα σε µικρό χρονικό διάστηµα µπήκαν στον πόλεµο και άλλες χώρες και σχηµατίσθηκαν έτσι δύο μεγάλες αντιµαχόµενες παρατάξεις: Από τη µία πλευρά οι λεγόµενες Κεντρικές Δυνάµεις, δηλαδή η Αυστροουγγαρία, η Γερµανία, η Βουλγαρία, αργότερα και η Τουρκία και από την άλλη πλευρά η γνωστή ως Entente Cordiale (Εγκάρδια Συνεννόηση) που τη συγκροτούσαν η Σερβία, η Γαλλία, η Μεγάλη Βρετανία, η Ρωσία, και λίγο αργότερα και η Ιταλία.
Στην Αθήνα ο πρωθυπουργός Βενιζέλος και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος διαφωνούσαν ως προς τη στάση που θα έπρεπε να τηρήσει η χώρα μας στην διεθνή εμπλοκή. Ο Βενιζέλος, εκτιµώντας το εθνικό συµφέρον και τις επί μέρους συμφωνίες μας με τη γειτονική Σερβία, πρότεινε προσχώρηση της Ελλάδας στις δυνάµεις της Entente, ενώ ο γερµανόφιλος Κωνσταντίνος που ήταν και γαµπρός του Γερµανού Καγκελάριου (η σύζυγός του Σοφία ήταν αδελφή του Κάιζερ Γουλιέλμου) προτιμούσε την ουδετερότητα, η οποία τηρήθηκε επίσηµα τα τρία πρώτα χρόνια του πολέµου (ως το 1917).
Ακολούθησε ανοιχτή ρήξη, η οποία οδήγησε στον διαβόητο «Εθνικό Διχασµό». Ο Βενιζέλος, µε την υποστήριξη αξιωµατικών του στρατού, κήρυξε επανάσταση κατά του βασιλικού καθεστώτος, τη γνωστή ως «Κίνηµα Εθνικής Αµύνης», σχημάτισε ξεχωριστή κυβέρνηση, με τον Ναύαρχο Κουντουριώτη και τον Στρατηγό Δαγκλή και εγκαταστάθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1916 στη Θεσσαλονίκη. Η προσωρινή Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης µπήκε στον πόλεµο στο πλευρό της Αντάντ, ενώ στην Αθήνα η πιστή στον Βασιλιά και φιλογερμανική Κυβέρνηση αλλάζει κάθε μήνα σχεδόν και Πρωθυπουργό (Δημ. Γούναρης, Στέφ. Σκουλούδης, Αλέξ. Ζαΐμης, Ν. Δημητρακόπουλος, Ν. Καλογερόπουλος, Σπ. Λάμπρου κ.ά.) και προσπαθούσε να διατηρήσει την ουδετερότητα κάτω από την ασφυκτική και απροκάλυπτη πίεση των συµµαχικών δυνάµεων.
Ο διχασµός δηµιούργησε έντονα πάθη τόσο στην πολιτική ηγεσία όσο και στον ελληνικό λαό, πάθη τα οποία άργησαν να σβήσουν και εξακολούθησαν να επηρεάζουν ποικιλοτρόπως την πολιτική ζωή της χώρας για πολλά χρόνια.
Το Νοέµβρη του 1916 η Προσωρινή Κυβέρνηση Βενιζέλου, από τη Θεσσαλονίκη, κηρύσσει τον πόλεµο κατά των Κεντρικών Δυνάµεων και θεωρεί έκπτωτο το βασιλιά. Οι Αγγλογάλλοι εξαναγκάζουν την κυβέρνηση των Αθηνών να µπει στον πόλεµο στο πλευρό τους και εκθρονίζουν τον βασιλιά Κωνσταντίνο. Στις 13 Ιουνίου του 1917 ο Βενιζέλος αναλαµβάνει την εξουσία στην Αθήνα και χωρίς καµία αντίρρηση του νέου βασιλιά Αλέξανδρου, δευτερότοκου γιου του Κωνσταντίνου, κηρύσσει επίσηµα πλέον τον πόλεµο κατά των Κεντρικών Δυνάµεων.
Εν τω μεταξύ ένα από τα σημαντικότερα μέτωπα των πολεμικών επιχειρήσεων του μεγάλου πολέμου ήταν το βαλκανικό και πολλές από τις αποφασιστικές μάχες του λαμβάνουν χώρα εντός του ελληνικού εδάφους, όπως οι μάχες στην κορυφή του Βόρα (Καϊμακτσαλάν) μεταξύ Σέρβων και Βουλγάρων, οι συγκρούσεις στην Ανατολική Μακεδονία, στο Ρούπελ, στη Δοϊράνη και στο Σκρα, με αντιπάλους ελληνικές και συμμαχικές δυνάμεις από τη μια και Γερμανοβουλγάρους από την άλλη.
Από τη μάχη του Σκρα συμπληρώθηκαν 98 χρόνια αυτές τις ημέρες (17 Μαΐου 1918) και, τιμώντας την επέτειο, αξίζει να γνωρίσουμε εν συντομία, τα γεγονότα της ημέρας αυτής, τη γενναιότητα και την αποφασιστικότητα των ελληνικών στρατιωτικών μονάδων που κατάφεραν ισχυρότατο πλήγμα κατά των Βουλγάρων και ενίσχυσαν σημαντικά τις θέσεις και τις αμυντικές και επιθετικές πρωτοβουλίες των Συμμάχων.
Οι Βούλγαροι θεωρώντας μείζονος στρατηγικής σημασίας τα υψώματα ΒΔ του χωριού Λούμνιτσα (σημερινό Σκρα) είχαν οργανωθεί σ’αυτά αμυντικά με πέντε συντάγματα πεζικού και πυροβολικού.
Χάρτης των πολεμικών επιχειρήσεων του Σκρα
Ο Γάλλος Αρχιστράτηγος των συμμαχικών δυνάμεων Γκυγιωμά αποφάσισε την κατάληψη της περιοχής από μονάδες του Ελληνικού Στρατού Εθνικής Αμύνης που είχε έδρα τη Θεσσαλονίκη και επικεφαλής τον Αντιστράτηγο Εμμανουήλ Ζυμβρακάκη. Στην πολεμική επιχείρηση έλαβαν μέρος πέντε Συντάγματα, που ήταν μονάδες τριών Μεραρχιών: της Μεραρχίας Αρχιπελάγους, υπό τον Υποστράτηγο Ιωάννου, της Μεραρχίας Κρήτης, υπό τον Υποστράτηγο Σπηλιάδη και της Μεραρχίας Σερρών, υπό τον Υποστράτηγο Επαμεινώνδα Ζυμβρακάκη, αδελφό του Εμμανουήλ. Η συνολική δύναμη των ελληνικών δυνάμεων ανερχόταν σε 15.000 περίπου άνδρες και υποστηρίζονταν από 287 πυροβόλα, βαρέα και ελαφρά.
Η επίθεση γενικεύθηκε στις 4.30 το πρωί της 17ης Μαΐου και μέσα σε δύο ώρες οι ελληνικές μονάδες, με απίστευτη τόλμη και ορμή, είχαν κάμψει τη λυσσώδη αντίσταση των βουλγαρικών δυνάμεων και κατέλαβαν τις σημαντικότερες θέσεις τους. Μέχρι το απόγευμα οι Βούλγαροι επεχείρησαν άπειρες αντεπιθέσεις, χωρίς αποτέλεσμα. Η νίκη και η επικράτηση των Ελλήνων ήταν ολοκληρωτική.
Οι απώλειες της μάχης ήταν βαρύτατες: Από ελληνικής πλευράς 29 Αξιωματικοί και 412 στρατιώτες έπεσαν στο πεδίο της μάχης, ενώ υπήρξαν και 69 Αξιωματικοί και 2.135 οπλίτες τραυματίες. Ο αριθμός των νεκρών από πλευράς Βουλγάρων είναι άγνωστος. Γνωστό είναι όμως ότι αιχμαλωτίσθηκαν 2.045 Βούλγαροι και δεκάδες πυροβόλων περιήλθαν ως λάφυρα στις ελληνικές δυνάμεις.
Οι νεκροί της μάχης ενταφιάσθηκαν στο κοιμητήριο του χωριού. Λίγα χρόνια αργότερα τα οστά τους, για μεγαλύτερη ασφάλεια, μεταφέρθηκαν από κατοίκους του χωριού Φούστανη και εναποτέθηκαν σε ειδικό οστεοφυλάκιο σε μικρό λόφο νότια της Φούστανης. Όπως διηγούνται ηλικιωμένοι του χωριού πάνω από 80 μουλάρια χρειάστηκαν για την μετακομιδή των οστών στη νέα θέση. Το οστεοφυλάκιο ανακαινίσθηκε και συντηρήθηκε σε μορφή μνημείου από το 506 Τάγμα πεζικού.
Οστεοφυλάκιο πεσόντων του Σκρα στη Φούστανη
Σήμερα στο Σκρα λειτουργεί το Μουσείο του Α΄ Παγκοσµίου Πολέµου και της Μάχης του Σκρα από τον Μάιο του 2002 σε έναν ειδικά διαµορφωµένο χώρο. Η έκθεση του Μουσείου, περιλαμβάνει κειµήλια, στρατιωτικές στολές, οπλισμό, φωτογραφίες και ιστορικά έγγραφα από το Μακεδονικό Μέτωπο του Α΄ Παγκοσµίου Πολέµου καθώς και από την καθοριστική για τους Ελληνες και τους Συμμάχους νικηφόρα µάχη του Σκρα.
Μνημείο της Μάχης στο χωριό Σκρα
Μουσείο της Μάχης του Σκρα
Κατηγορία: Ιστορικά Α Παγκόσμιος Πόλεμος • Τα νέα της Εταιρείας