9 Φεβρουαρίου, 2016
*του Βασιλείου Γιώτα
Αρχικά ως συγγενής του Γκόνου Γιώτα, διερμηνεύοντας τα αισθήματα και των άλλων συγγενών, επιθυμώ να εκφράσω τις ευχαριστίες μας προς τον Δήμαρχο του νέου Δήμου Πέλλας κ. Γρηγόρη Στάμκο και την Ιστορική και Λαογραφική εταιρία Γιαννιτσών «Ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ», για την απόφασή τους να οργανώσουν το τριήμερο των εκδηλώσεων προς τιμή του Οπλαρχηγού του Μ.Α. Γκόνου Γιώτα, για την συμπλήρωση των 100 χρόνων από τον θάνατό του. Για μας τους συγγενείς αποτελεί ηθική ανταμοιβή, όταν βλέπουμε ότι η πατρίδα και μετά από 100 χρόνια δεν ξεχνά και τιμά τους ήρωές της.
Γκόνος Γιώτας. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γιώργος Γιώτας. Γιώργος Γιώτας ήταν και ο πατέρας μου, που ήταν πρώτος εξάδελφός του. Γεννήθηκε το έτος 1880. Πατέρας του ήταν ο Βασίλειος Γιώτας του Γεωργίου, που ήταν αδελφός του δικού μου παππού Διονυσίου Γιώτα. Αφού ο μεγαλύτερος αδελφός μου λέγονταν Διονύσιος, γιατί είχε πάρει το όνομα του παππού μας Διονυσίου, εγώ πήρα το όνομα του αδελφού του παππού μας Βασιλείου και έτσι το δικό μου κύριο όνομα, επώνυμο και πατρώνυμο είναι ίδια με τα δικά του. Μητέρα του ήταν η Σουλτάνα Ράγγου, από τον Άγιο Λουκά. Αυτή πέθανε όταν ο Γκόνος ήταν ακόμη ηλικίας 3 ετών. Ο πατέρας του ήλθε σε 2ο γάμο με την Μαρία Παπαστόϊτση, η οποία τον μεγάλωσε και με την οποία ο πατέρας του απόκτησε άλλα τρία παιδιά. Τον Θωμά, τον Κωνσταντίνο και την Κυριακή.
Ο Θωμάς Γιώτας κατά τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο κατατάχθηκε στον Ελληνικό Στρατό ως υπαξιωματικός (Λοχίας) και κατά τη μεγάλη εκστρατεία της Μ. Ασίας σε μια μάχη στο «Καλέ Γκρότο» κοντά στον Σαγγάριο το 1921 έχασε την ζωή του μαχόμενος για την πατρίδα. Ο Κωνσταντίνος Γιώτας, ήταν παντρεμένος με την Ελένη Δοϊτσίνη και πέθανε το έτος 1963. Άφησε την θετή του κόρη Νίκη σύζυγος Αντωνίου Κάμτση. Η Κυριακή, η οποία πέθανε το 1975, ήταν παντρεμένη με τον Κωνσταντίνο Δοβαντζή, με τον οποίο απόκτησε πέντε παιδιά. Τον Δημήτριο Δοβαντζή, την Μαγδαληνή Χατζηθεοδώρου, την Ευγενία Παπανικολάου, την Μαρίκα Ακρίτα και την Σοφία Πισμίση.
Ο Γκόνος δεν είχε παντρευτεί και δεν είχε κάνει δική του οικογένεια. Ο πατέρας του Βασίλειος και ο αδελφός του Διονύσιος Γιώτας ζούσαν την εποχή του Μ.Α. στον άλλοτε οικισμό «Πλούγαρ», κοντά στο Μοναστήρι του Αγίου Λουκά και κοντά στον Βάλτο των Γιαννιτσών. Εκεί είχαν ο καθένας τους σπίτι και χωράφια, τα οποία καλλιεργούσαν με τις οικογένειές τους. Τα δύο αδέλφια Βασίλειος και Διονύσιος, ήταν και αυτοί Μακεδονομάχοι με την ιδιότητα των Πρακτόρων Γ Τάξης, όπως και ο νεώτερος αδελφός του Γκόνου, ο Κωνσταντίνος Γιώτας, που ήταν Μακεδονομάχος, με την ιδιότητα του πληροφοριοδότη και οδηγού των σωμάτων στη Λίμνη, όπως αυτά προκύπτουν και από τα αρχεία του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών.
Τα παιδιά του Διονυσίου Γιώτα ήταν η Αναστασία σύζυγος Χρήστου Σταυρίδη από την Ακρολίμνη, η Αλεξάνδρα σύζυγος Ιωάννη Τάσιου από τους Γαλατάδες, η Μαρία σύζυγος Κωνσταντίνου Ριζάφτση, πρώην χήρα Φίλιππου Γκέρτζα, από το Αρσένιο Σκύδρας και ο Γεώργιος Γιώτας, που ήταν ο πατέρας μου.
Όμως για να καταλάβουμε καλύτερα πως είχε διαμορφωθεί η γενικότερη κατάσταση στη Μακεδονία την εποχή εκείνη και ποιούς κινδύνους αντιμετώπιζε ο Ελληνισμός, θα πρέπει να κάνουμε μια σύντομη αναδρομή στα σπουδαιότερα γεγονότα.
Την εποχή εκείνη η Μακεδονία ήταν Τουρκοκρατούμενη. Το προπύργιο του Ελληνισμού ήταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσαντινούπολης, που βρίσκονταν σε χέρια Ελληνικά και οι Μητροπολίτες και ιερείς ήταν Έλληνες. Οι Βούλγαροι κατάλαβαν την σημασία που είχε για τους Έλληνες το Οικουμενικό Πατριαρχείο και για τον λόγο αυτό έθεσαν ως πρωταρχικό τους μέλημα να αποκτήσουν κι εκείνοι ανεξάρτητη εκκλησία. Αυτό το επέτυχαν το 1870 με Σουλτανικό Φιρμάνι, το οποίο τους παρείχε το δικαίωμα για την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας και τον διορισμό Βουλγάρων Μητροπολιτών με χρήση της Βουλγαρικής γλώσσας στις περιοχές της Βουλγαρίας και σε όσες άλλες περιοχές θα το ζητούσε ο πληθυσμός της περιοχής με ποσοστό των 2/3.
Από τότε ξεκίνησε μεγάλη προσπάθεια των Βουλγάρων για την προσέλκυση Χριστιανών στην δική τους εξαρχική εκκλησία.
Το 1872 το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποκήρυξε την Εξαρχική εκκλησία ως σχισματική.
Το 1878 υπογράφηκε η συνθήκη του Βερολίνου σύμφωνα με την οποία αντί για την μεγάλη Βουλγαρία της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, ιδρύονταν δύο αυτόνομες ηγεμονίες της Βουλγαρίας και Ανατ. Ρωμυλίας φόρου υποτελείς στην Τουρκία. Το Βουλγαρικό κράτος αμέσως μετά την ίδρυσή του, έδειξε τις επεκτατικές του τάσεις. Το 1885 η Βουλγαρία με τα στρατεύματά της κατέλαβε την Ανατολική Ρωμυλία και την προσάρτησε πραξικοπηματικά στη Βουλγαρία.
Στη συνέχεια η Βουλγαρία επειδή η προσπάθεια για την προσέλκυση Χριστιανών στην Βουλγαρική εξαρχία δεν έφερε τα γρήγορα και εντυπωσιακά αποτελέσματα τα οποία οι Βούλγαροι περίμεναν, προχώρησε στην ίδρυση της μυστικής οργάνωσης VMORO γνωστή ως ΕΜΕΟ με σκοπό να ξεσηκώσει τους Χριστιανικούς Πληθυσμούς της Μακεδονίας για την απελευθέρωση της Μακεδονίας και σε άλλη φάση να προσαρτήσει την Μακεδονία στη Βουλγαρία κατά τα πρότυπα της Ανατολικής Ρωμυλίας. Στα δημόσια κηρύγματά τους όμως δεν ανέφεραν τίποτε για Βουλγαρία.
Από την πλευρά της Ελλάδος το 1894 ιδρύθηκε η Εθνική Εταιρία από νέους Αξιωματικούς, με σκοπό να ενισχύσει το εθνικό φρόνημα των Ελλήνων της Μακεδονίας και να προετοιμάσει το έδαφος για ένα πόλεμο. Το 1897 έγινε ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος, που κατέληξε με σοβαρή ήττα του Ελληνικού Στρατού και το Ελληνικό κράτος διασώθηκε χάρη στην επέμβαση των Μ. Δυνάμεων. Ακολούθησαν φοβερά αντίποινα σε βάρος των Ελλήνων και πολλά πατριαρχικά χωριά για να αποφύγουν τις συνέπειες έγιναν εξαρχικά. Οι Τούρκοι υποστήριζαν πλέον ανοικτά τους Βούλγαρους στις διαμάχες τους με τους Έλληνες. Η διαμάχη ανάμεσα σε εξαρχικούς και πατριαρχικούς πήρε τέτοιες διαστάσεις, ώστε κάθε εξαρχικός να θεωρείται Βούλγαρος και κάθε πατριαρχικός Έλληνας.
Παρ’ όλα αυτά όμως οι Έλληνες, είτε Ελληνόφωνοι, είτε Σλαβόφωνοι, είτε βλαχόφωνοι ή Αλβανόφωνοι, στην συντριπτική τους πλειοψηφία παρέμεναν πιστοί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και τον Ελληνισμό. Το 1900 στα 3 Βιλαέτια, Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου και Σκοπίων, οι Βούλγαροι είχαν 6 Μητροπόλεις σε Σκόπια, Μοναστήρι, Δίβρα, Στρώμνιτσα, Βέλες και Νευροκόπι. Στην κεντρική ζώνη της Μακεδονίας δεν είχαν καμία. Ενώ οι Έλληνες είχαν 26 Μητροπόλεις. Είναι αληθές ότι η Βουλγαρική προπαγάνδα θέλησε να εκμεταλλευθεί το γεγονός ότι την εποχή εκείνη πολλοί κάτοικοι της Μακεδονίας μιλούσαν ένα γλωσσικό ιδίωμα, το οποίο αποτελούσε μίγμα μεταξύ της Σερβικής και Βουλγαρικής γλώσσας και με πλήθος λέξεων Αλβανικών, Τουρκικών και Ελληνικών παρεφθαρμένων. Όμως το επιχείρημά τους στα διεθνή συνέδρια κατέπεσε, καθόσον έγιναν δεκτές οι Ελληνικές απόψεις, που στηρίζονταν κυρίως στις φιλελεύθερες αρχές του mazzini, σύμφωνα με τις οποίες ούτε η γλώσσα, ούτε το σχήμα του κρανίου καθορίζουν αποφασιστικά την εθνότητα, αλλά η ελεύθερη βούληση του ατόμου.
Στις 20-7-1903, ημέρα του Προφήτη Ηλία, από όπου προήλθε η σλαβική ονομασία ILIDEN, ένοπλες Βουλγαρικές ομάδες κατέλαβαν το Κρούσοβο περιοχής του Βιλαετίου του Μοναστηρίου και ανακήρυξαν επαναστατικά την Δημοκρατία του Κρουσόβου.
Προσκαλούσαν όλους τους Χριστιανούς να ακολουθήσουν την δική τους επανάσταση κατά των Οθωμανών και προέβησαν σε βιαιότητες εναντίον εκείνων που αρνήθηκαν. Σκοπός τους ήταν μαζί και με άλλες τρομοκρατικές ενέργειες να προκαλέσουν αναταραχή και επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων για ρύθμιση του προβλήματος της Μακεδονίας, σύμφωνα με τις δικές τους επιθυμίες. Τελικά, μέσα σε 15 ημέρες ο Τουρκικός στρατός ανακατέλαβε το Κρούσοβο και επιδόθηκε σε καταστροφές και βιαιότητες σε βάρος του Ελληνικού Πληθυσμού. Οι Κομιτατζήδες που προκάλεσαν την δήθεν επανάσταση, διέφυγαν και οι περισσότεροι από αυτούς βρήκαν καταφύγιο στην Λίμνη των Γιαννιτσών. Έστησαν καλύβες στα αβαθή σημεία της Λίμνης και εκεί κρύβονταν κατά την ημέρα και την νύκτα έβγαιναν έξω και τρομοκρατούσαν τα γύρω χωριά.
Προέβαιναν σε πιέσεις πατριαρχικών, σε βίαιη τοποθέτηση εξαρχικών ιερέων στις εκκλησίες και Βούλγαρων δασκάλων σε σχολεία, σε εκβιασμούς ακόμη και φόνους ιερέων, δασκάλων και προκρίτων.
Το Ελληνικό κράτος είχε στραμμένη την προσοχή του στο Κρητικό ζήτημα και δεν είχε ακόμη προσφέρει καμιά ουσιαστική βοήθεια. Όμως οι παραπάνω πράξεις των Βουλγάρων προκάλεσαν την εξέγερση της κοινής γνώμης. Μαζικές διαδηλώσεις έγιναν στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδος. Οι Έλληνες Μητροπολίτες και οι Πρόξενοι της Ελλάδας στις πόλεις της Μακεδονίας με δραματικές αναφορές τους επισήμαιναν την ανάγκη για την αντιμετώπιση της Τρομοκρατίας των Βουλγάρων. Έτσι ακούστηκε η φωνή της Μακεδονίας και τότε ιδρύθηκε το Ελληνικό Κομιτάτο με την πρωτοβουλία του Δημητρίου Καλαποθάκη, εκδότη της εφημερίδας ΕΘΝΟΣ, που ανέλαβε την οργάνωση ένοπλων ομάδων και την διεύθυνση του αγώνα κυρίως στη Δυτική Μακεδονία. Συνάμα η Κυβέρνηση Θεοτόκη, διόρισε Γενικό Πρόξενο στη Θεσσαλονίκη τον Λάμπρο Κορομηλά, με εξουσιοδότηση να διευθύνει μαζί με ομάδα αξιωματικών τον ένοπλο αγώνα στη Μακεδονία.
Η ομάδα αυτή συγκροτήθηκε από ικανούς Αξιωματικούς, όπως οι Κ. Μαζαράκης, Εξαδάκτυλος, Σπυρομίλιος, Δημ. Κάκκαβος (Καπ. Ζώης) και Μωραΐτης. Οι Αξιωματικοί αυτοί φέρονταν ως δήθεν Γραμματείς του Προξενείου Θεσσαλονίκης, αλλά στην πραγματικότητα οργάνωναν την άμυνα της Μακεδονίας για την αντιμετώπιση της Βουλγαρικής Τρομοκρατίας. Μοίρασαν μεταξύ τους τα γεωγραφικά διαμερίσματα της Μακεδονίας και ο καθένας από αυτούς επισκέπτονταν κρυφά τις περιοχές της δικής του ευθύνης και οργάνωνε τοπικές επιτροπές και ανταρτικά σώματα και αναζητούσε ικανά άτομα για τοπικούς αρχηγούς.
Κάτω από τις συνθήκες αυτές, ο Γκόνος Γιώτας τον Οκτώβρη 1904 συντονιζόμενος με την ομάδα των Αξιωματικών του Προξενείου Θεσσαλονίκης, οργάνωσε την δική του ένοπλη ομάδα, από άνδρες εθελοντές από την πόλη και την επαρχία των Γιαννιτσών, την Αλεξάνδρεια, την Γουμένισσα, την Χαλάστρα Θεσσαλονίκης και άλλα μέρη και ξεκί-νησε τον αγώνα για την αντιμετώπιση της Βουλγαρικής τρομοκρατίας. Οι συνθήκες ήταν εξαιρετικά δύσκολες. Η ελονοσία θέριζε, ο βάλτος ήταν γεμάτος από νησίδες και πυκνά, ψηλά καλάμια, όπου μερικές φορές κρύβονταν παγίδες θανάτου. Όμως ο Γκόνος διέθετε γερή κράση, τόλμη, γνώση των συνθηκών του βάλτου και της τακτικής των Βουλγάρων. Με τον αγώνα του αναπτέρωσε το ηθικό των κατοίκων της περιοχής και πολλά χωριά τα οποία από τον φόβο είχαν γίνει εξαρχικά, επέστρεψαν και έγιναν πατριαρχικά.
Από τον Μάιο του 1905 άρχισαν να καταφθάνουν ενισχύσεις αξιωματικών και οπλιτών από την ελεύθερη Ελλάδα και την Κρήτη.
Όμως η προσαρμογή τους στις συνθήκες του ανταρτοπόλεμου μέσα στη Λίμνη, στο υγρό περιβάλλον, τις βδέλλες και τα σμήνη των κουνουπιών, ήταν πολύ δύσκολη. Γι’ αυτό και η παραμονή τους στον βάλτο για τους πιο πολλούς κρατούσε κατά μέσο όρο γύρω στους 6 μήνες μόνο. Αρρώσταιναν και γύριζαν πίσω για νοσηλεία και έρχονταν άλλοι για αντικατάστασή τους, πλην εκείνων που ήταν στην ομάδα των Αξιωματικών του Προξενείου, που έμεναν μέχρι το τέλος.
Ο Γκόνος συνεργάστηκε με όλους όσους ήλθαν. Γι’ αυτό και ο Δημήτριος Κάκκαβος, με το ψευδώνυμο «Καπετάν Ζώης» στα απομνημονεύματά του, αποκαλεί τον Γκόνο «το στοιχειό του Βάλτου» και λέει ότι «ο Γκόνος ήταν ο πολύτιμος σύμβουλος και ο Επιτελάρχης μας». Ο Γκόνος έλαβε μέρος σε όλες τις μάχες που έγιναν μέσα και έξω από τον Βάλτο των Γιαννιτσών. Είχε μεγάλη πίστη στην Ορθοδοξία και έφερε πάντοτε στον λαιμό του τον Σταυρό με την επιγραφή «Εν τούτω Νίκα». Σκληραγωγημένος και επίμονος, συνέχισε τον αγώνα μέχρι την επικράτηση του κινήματος των Νεότουρκων 11-6-1908, οπότε η Τουρκία διακήρυξε την αμνηστία, ανεξιθρησκεία και ισονομία σε όλους τους κατοίκους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και οι αντιμαχόμενες ομάδες παρέδωσαν τα όπλα.
Τις ημέρες αυτές τιμάμε την Μνήμη του Γκόνου Γιώτα. Όμως δεν ξεχνάμε και την πολύτιμη προσφορά των υπηρεσιών στον Μακεδονικό αγώνα των χιλιάδων γηγενών αγωνιστών της Μακεδονίας, τους ήρωες από την Ελεύθερη, αλλά και την υπόδουλη τότε Ελλάδα και κυρίως την Κρήτη, τους επώνυμους και ανώνυμους αγωνιστές που με τους αγώνες και την θυσία τους προετοίμασαν το έδαφος για την απελευθέρωση της Μακεδονίας.
* Ο Βασίλειος Γιώτας είναι συνταξιούχος δικηγόρος.
Κατηγορία: Ιστορικα - Μακεδονικός Αγώνας