5 Ιανουαρίου, 2015
(Χριστόψωμα, από το βιβλίο της Εύης Βουτσινά, Γεύση Ελληνική, Αθήνα 1998, τόμος Α, σελ. 62)
Της Μαρίας Χρ. Πασχούδη*.
Ο αρχαίος μύθος λέει πως στα χρόνια κείνα τα παλιά που χάνονται στα βάθη των αιώνων και κει που η αλήθεια μοιάζει ψέμα αλλά και το ψέμα μπορεί να είναι αληθινό, ζούσε ο Τάνταλος. Ήταν μεγάλος και τρανός βασιλιάς, ευνοούμενος των θεών και με βασίλειο πέρα ως τη Φρυγία, τη Λυδία και την Παφλαγονία. Δώδεκα μέρες χρειαζόταν να το διαβείς απ΄ άκρη σ΄ άκρη(1). Την εύνοια των θεών θέλησε να την ανταποδώσει στο τραπέζι που τους παρέθεσε. Πιθανόν, να επιθυμούσε και να αποδειχθεί ανώτερός τους και εξυπνότερος ή και να επιθυμούσε, απλώς, να τους προσφέρει ό,τι καλύτερο νόμιζε. Έσφαξε, λοιπόν, το γιο του και τους παρέθεσε το γεύ μα, περιμένοντας να διαπιστώσει αν θα το καταλάβουν. Μπορεί η ευσέβεια να τον οδήγησε σ΄ αυτή τη θυσία, μπορεί όμως και η αλαζονεία(2).
Ο μύθος πέρα από τις ποικίλες ερμηνείες και προεκτάσεις που έχει ή δίνει τη δυνατότητα να εντοπισθούν, πέρα από την τραγικότητα του συμβάντος και την έμφαση στο θέμα των παθών της ανθρώπινης ψυχής, αγγίζει και το λατρευτικό έδεσμα. Και αυτό είναι, εξάλλου, που ενδιαφέρει στο παρόν άρθρο• ενδιαφέρει το γεγονός της παράθεσης εδέσματος με λατρευτική χροιά και, ειδικότερα, η χρήση του άρτου, όχι μόνο ως μέσου διατροφής και επιβίωσης, αλλά ως μέσου πρόκλησης ιδιαίτερα ευνοκής σχέσης με το θείο και ως στοιχείου που φέρει πολιτισμικές αποχρώσεις και αντιλήψεις.
Είναι εξαιρετικά πολύπλοκη και ενδιαφέρουσα η μετάπλαση των ποικίλων φαγητών και εδεσμάτων, και πιο ειδικά του άρτου, από απλή τροφή σε δώρο για συγγενή ή φίλο, σε δώρο για το θεό, σε προσφορά στους νεκρούς, σε μέσο πρόκλησης της τύχης ή της μεταστροφής της τύχης προς το αισιότερον. Η παρασκευή άρτου αποτελεί στοιχείο εθιμικού τελετουργικού που εφαρμοζόταν ανελλιπώς στον κύκλο της χρονιάς και της ζωής. Στα περιορισμένα όρια του παρόντος άρθρου θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε πλευρές της συμβολικής –τελεστικής αξίας του άρτου στη διάρκεια του Δωδεκαημέρου, όχι μόνο στο παρελθόν αλλά μέχρι και στις μέρες μας.
Ανιχνεύοντας ετυμολογικά τη λέξη «άρτος» εντοπίζουμε ότι σήμαινε στην αρχαία ελληνική το ολόκληρο ψωμί φτιαγμένο από σίτο και θεωρούνταν καθαρό όχι ανάμεικτο και ήταν διαφορετικό απ᾿ αυτό που ήταν ανακατεμένο με κριθάρι, εν αντιθέσει με το «ψωμίον», «ψωμός», «ψωμίς» που σήμαιναν κομμάτι, τεμάχιον, μπουκιά, βλωμός ή, απλώς, το τεμάχιο τροφής. «Ψωμόδουλο», επίσης, ονόμαζαν όχι το δούλο του ψωμιού, αλλά, συνυποδηλωτικά, το δούλο της τροφής(3) και στα νεοελληνικά χρόνια «ψωμοπάτης» ήταν ο επίορκος των όρκων της φιλίας και φιλοξενίας(4). Η Εύη Βουτσινά(5) λέει πως στα Ευαγγέλια και τις επιστολές των Αποστόλων απαντάται ως «ψωμίον», υποκοριστικό του «ψωμός», και το ίδιο συμβαίνει και από τα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού, όπου αντιδιαστέλλεται ο «άρτος», που θεωρείται καθαρός και χρησιμοποιείται στις λατρευτικές τελετές από το «ψωμίον», που είναι ο κοινός καθημερινός άρτος. Έτσι και μέσα από την ετυμολογική ερμηνεία του όρου, το ψωμί, είναι φανερό πως εκτός από ανάγκες διατροφής και σίτισης, αποτελεί τελεστικό μέσο με συμβολική αξία και χρησιμοποιούνταν σε οριακές στιγμές της ζωής του ανθρώπου, γιατί θεωρείται το θεμέλιο επιβίωσης. Ειδικά στις παραδοσιακές αγροτικές κοινωνίες, αυτό είναι που θεωρούν ως το σημαντικότερο και πρώτιστο αγαθό τους.
Ένας συνδυασμός εορταστικού λατρευτικού άρτου και μειλίχιων προσφορών είναι και η βασιλόπιτα της Πρωτοχρονιάς. Ο Δημήτρης Λουκάτος(6) θεωρεί ότι είναι άρτος γιορταστικός που και μέσα από την ομοιοπαθητική μαγεία επιχειρεί να προκαλέσει την εύνοια της τύχης και της αίσιας έκβασης του καινούργιου χρόνου. Όταν την κόβουν το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς, είναι ένα είδος αφράτου γλυκού άρτου, γιατί τονίζεται η χαρά για την έλευση του καινούργιου χρόνου. Όταν κόβεται τα μεσάνυχτα στο δείπνο είναι ένας πλακούντας, όχι αφράτος και φουσκωτός, γιατί είναι ταυτόχρονα και νεκρολατρικός, προσφορά στους νεκρούς, που την ενθύμησή τους την έχουμε και σ΄ αυτές τις γιορταστικές ημέρες.
Δεν απέχει αυτή η πεποίθηση από την αλήθεια, αν σκεφτούμε και όλες τις ευχές που απευθύνουμε ο ένας στον άλλο της εορταστικές ημέρες του Δωδεκαημέρου. Με ένα είδος θετικών εκβιαστικών ευχών επιδιώκουμε να εξευμενίσουμε τους δαίμονες και να εξελιχθεί ο χρόνος για όλους θετικά, με υγεία και ευδαιμονία. Εντάσσονται όλα αυτά μέσα στο σύνολο των ευετηριακών τελετών, που τελούσαν από την αρχαιότητα οι άνθρωποι, προκειμένου να πετύχουν την καλή σοδειά και την ευημερία των σπιτικών τους.
Ως παράδειγμα και επιβεβαιώνοντας την άποψη πως η βασιλόπιτα εκτός από το στοιχείο της χαράς κουβαλά και άλλες συμβολιστικές είναι και το γεγονός πως στις Καρυές της Ανατολικής Ρωμυλίας η βασιλόπιτα που κοβόταν τα μεσάνυχτα στο δείπνο δεν ήταν γλυκός αφράτος άρτος, αφράτη μπογάτσα, αλλά ήταν πίτα αλμυρή με τυρί και ανοιγμένα φύλλα ψημένα και τραγανιστά. Αυτό το εθιμικό τυπικό διατηρήθηκε μέχρι και σήμερα στα Γιαννιτσά, όπου εγκαταστάθηκαν ως πρόσφυγες οι Έλληνες των Καρυών μετά το 1924(7).
Πιθανόν και η βασιλόπιτα, όπως και άλλα έθιμα του Δωδεκαημέρου να σχετίζονται με τα ρωμακά Σατουρνάλια (λατ. Saturnalia), που τελούνταν από τις 17 του Δεκέμβρη και διαρκούσαν επτά ημέρες. Όμως, σαφώς, η ρίζα βρίσκεται στις αρχαίες ελληνικές μειλίχιες προσφορές ή τις εορταστικές προσφορές στους θεούς(8). Άλλωστε, και τα Σατουρνάλια(9) έχουν επιδράσεις και αναφορές στις γιορτές της Δήμητρας και του Διονύσου, γιατί και στα δύο υπάρχει προσφορά καρπών, σίτου, οίνου, ελαίου και μελιού, καθώς και όσων μπορούν να συλλεχθούν από τα δέντρα, αλλά και μεταμφιέσεις. Κατόπιν, στο Βυζάντιο στη θέση των Σατουρναλίων εορτάζονταν τα Βρουμάλια, που ξεκινούσαν στις 24 Νοεμβρίου και έληγαν στις 17 Δεκεμβρίου. Στη γιορτή των Σατουρναλίων αλλά και στα Βρουμάλια(10) γίνονταν θυσίες και συμπόσια, προσφέρονταν δώρα, γλυκά κ.ά. Στα Σατουρνάλια εκλεγόταν και ένας τυχερός, για να είναι ο βασιλιάς του εκάστοτε συμποσίου.
Αποτελεί ενδιαφέρον εξαιρετικά στοιχείο, αυτή η σύνδεση των εποχών και πολιτισμών αλλά και η εξέλιξη του εθίμου, η μεταστοιχείωσή του και η προσαρμογή του σε νέες εποχές και δεδομένα. Η ορθόδοξη εκκλησία, εφόσον δεν μπόρεσε να καταργήσει το έθιμο, το ενσωμάτωσε στη δική της παράδοση με τον εξής ενδιαφέροντα τρόπο(11): Ο άγιος Βασίλειος, όταν ήταν επίσκοπος Καισαρείας, προστάτευσε τους χριστιανούς της επισκοπής του από τον έπαρχο Καππαδοκίας, που πήγε να ζητήσει με σκαιό τρόπο τους φόρους. Τους είπε να συγκεντρώσουν ό,τι πολύτιμο αντικείμενο είχαν. Εν τω μεταξύ κατάφερε να πείσει τον έπαρχο να μην πάρει τίποτε. Για να επιστρέψει τα αντικείμενα στους κατοίκους, επειδή ήταν αδύνατο να γνωρίζει ποιανού ήταν το καθένα, ζήτησε να φτιάξουν μικρές πίτες και μέσα σ΄ αυτές έβαλε ένα από τα αντικείμενα. Όταν μοιράστηκαν, κατά παράδοξο τρόπο πήρε ο καθένας το δικό του(12). Γι΄ αυτό και την Πρωτοχρονιά, που είναι ταυτόχρονα και η γιορτή του αγίου Βασιλείου φτιάχνουμε βασιλόπιτες και τοποθετούμε στη ζύμη ένα χρυσό νόμισμα, ως ένδειξη τύχης και ευνοκής εξέλιξης του καινούργιου χρόνου.
Στην Καππαδοκία, και ειδικότερα στην περιοχή της Καισαρείας, την Πρωτοχρονιά έφτιαχναν τον περίφημο «γκετέ(13)», που είναι η βασιλόπιτα της περιοχής και παρασκευαζόταν από αρχαιοτάτων χρόνων με τα ίδια υλικά και παρόμοιο τρόπο παρασκευής και τελετουργικό ρόλο, σύμφωνα με μαρτυρία της Ε. Ι. Τσαλίκογλου(14), η οποία και το αποδεικνύει τεκμηριωμένα με αναγωγή σε λεξικά και αρχαίες πηγές. Ο άρτος αυτός ήταν γνωστός στην αρχαιότητα και ίσως η ρίζα του και η αρχική του παραγωγή να φτάνει ως τους Χετταίους(15). Αυτό δείχνει πως και στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο έφτιαχναν βασιλόπιτα με εθιμικό ρόλο που κοβόταν τελετουργικά. Μέχρι σήμερα συνεχίζεται η χρήση συμβολικού άρτου στην έναρξη της χρονιάς.
Ένας άλλος καθαρά λατρευτικός και, ίσως, και αναπαύσιμος άρτος που έχει κρατήσει σχεδόν ως τις μέρες μας αυτό τον συμβολικό του ρόλο είναι το Χριστόψωμο. Πιθανότατα, αν και δεν εντόπισα ρητή αναφορά, αυτό το ρόλο είχε το Χριστόψωμο και στα βυζαντινά χρόνια. Σε όλη τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου υπήρχε η πεποίθηση πως οι ψυχές των νεκρών τριγυρνούν στη γη «τα ψυχά βγαίνισκαν και ΄υριζαν στη γη(16)»και οι ζωντανοί δεν πρέπει να τους ξεχνούν, αλλά μέσα από τελεστικές πράξεις αποδεικνύουν αυτή τη μέριμνα. Και μάλιστα, στην Ανατολική Θράκη τα ψωμιά που κάνουν για τους νεκρούς ως προσφορά και ενθύμηση την παραμονή των Χριστουγέννων τα ονομάζουν Χριστόψωμα(17) και τα θεωρούν ως παρακαταθήκη της Παναγίας πριν πεθάνει. Αυτή η πεποίθηση πως οι νεκροί τριγυρνούν στη γη αυτή την εποχή είναι αντίληψη που ανάγεται στην αρχαιότητα, γιατί αυτή τη περίοδο κατά τον μήνα Ποσειδεώνα γιόρταζαν και τα Αλώα(18). Η γιορτή στόχευε να προκαλέσει την εύνοια της θεάς Δήμητρας, της κόρης της Περσεφόνης και του θεού Ποσειδώνα, που όμως εδώ παρουσιαζόταν με τη χθόνια ιδιότητά του ως Γαιήοχος. Γι΄ αυτό και πρόσφεραν θυσίες που σχετίζονταν με τον Κάτω Κόσμο.
Από τα πιο ενδιαφέροντα λαϊκά έθιμα είναι «τα εννιά φαγιά» που παρασκευάζονταν για το γεύμα της παραμονής των Χριστουγέννων από τους Καρυώτες Γιαννιτσών. Είναι ένα έθιμο που και μέχρι σήμερα τηρούν(19) οι Έλληνες πρόσφυγες απ΄ αυτήν την περιοχή. Ο άρτος και σ΄ αυτό το έθιμο έχει τελεστική αξία, είναι σύμβολο ενότητας της οικογένειας αλλά και σαφής ένδειξη της θύμησης των νεκρών της οικογένειας. Στο κέντρο του άρτου, πριν τεμαχιστεί από το γεροντότερο, τοποθετείται ένα κερί(20). Ο άρτος μοιράζεται στα μέλη της οικογένειας χωρίς να χρησιμοποιηθεί μαχαίρι, για να αποτραπεί το κακό, αλλά και γιατί ο άρτος και το μοίρασμα σχετίζονται με την κοινή μετοχή και στη γιορτή αλλά και στα αγαθά(21).
Δεν είναι σίγουρο αν στη βυζαντινή περίοδο έφτιαχναν Χριστόψωμο(22). Αλλά αν αναλογιστεί κανείς τη σχέση του τελεστικού άρτου με την αρχαιότητα και το γεγονός ότι παρασκευάζεται σχεδόν σε όλες τις περιοχές του ελληνισμού με παραλλαγές μέχρι και σήμερα(23), τότε είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο πως Χριστόψωμο έπλαθαν και στο Βυζάντιο, ίσως διαφοροποιημένο, αλλά με παρόμοιο ρόλο.
Σε όλες τις εποχές το ψωμί ταυτίστηκε με το νόημα της ζωής και της ύπαρξης. Η παρασκευή και γευστική απόλαυσή του αποδεικνύει πόσο ζωντανός και ευτυχής είναι ακόμη και ο βασιλιάς. Στη ζωή του απλού ανθρώπου, από τότε που ήταν αποκλειστικά καλλιεργητής της γης και κτηνοτρόφος, το ψωμί αποτελούσε την κύρια τροφή του. Μπορεί να του έλειπαν άλλα είδη, που τα θεωρούσε πολυτέλεια, αλλά αν είχε ψωμί ήταν τρισευτυχισμένος και ένιωθε χορτάτος και είχε τη δύναμή του. Ένα παιδικό τραγουδάκι λέει χαρακτηριστικά: «…ο Μπαρμπα –Μπρίλιος είχε ένα γάλλο πολύ μεγάλο και τον ετάιζε ψωμί και αλάτι, για να κάνει πλάτη, και τον ετάιζε ψωμί κι αγγούρι, για να κάνει μούρη, και τον ετάιζε ψωμί μπουγάτσα, για να κάνει μπράτσα…»Το ψωμί μπορούσε να υποκαταστήσει άλλες τροφές και είχε κυριολεκτικά ταυτιστεί με την έννοια της τροφής. Αλλά και σήμερα άφθονα είναι τα είδη και οι τρόποι παρασκευής του ψωμιού(24).
Η φράση του λαού μας «ψωμί και αλάτι» εμπεριέχει τα δύο βασικά είδη, που πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχουν στο τραπέζι, για να είναι ο άνθρωπος ευτυχής. Αλλά, ταυτόχρονα, αυτά τα δύο αποτελούν και το μέσο, που δένει και ενώνει συμβολικά τους ανθρώπους. Το ψωμί δεν είναι μόνο διατροφικό είδος αλλά και αφορμή για ποικίλες πολιτισμικές και θρησκευτικές συνάξεις. Είναι φορέας πολιτισμικών απόψεων και ο τρόπος χρήσης του σηματοδοτεί τη δομή μιας κοινωνίας, τους φόβους και τις φοβίες της, τις χαρές της, τις ανάγκες της, τη λειτουργική της σχέση με τη φύση και τον κόσμο που την περιβάλλει. Σηματοδοτεί, ταυτόχρονα, και τον τρόπο διάβασης από το παρελθόν στο εκάστοτε παρόν.
Εξάλλου, η σχέση παρόντος και παρελθόντος θυμίζει σχέση στεριάς και θάλασσας στο σημείο εκείνο που η στεριά εισχωρεί στη θάλασσα και η θάλασσα επανωκαλύπτει τη στεριά. Είναι η μαγική στιγμή της ένωσης δυο διαφορετικών κόσμων και χρόνων, που ο καθένας κουβαλά τη φύση του, τις παραξενιές του, την ορμή του, τη διάθεση να υπερκεράσει τον άλλον, αλλά κατορθώνουν, τελικά, με μόχθο και κόπο, να αλληλοπεριχωρούνται αφήνοντας όσα είναι πλέον περιττά και κρατώντας τα απαραίτητα για το δημιουργικό μετασχηματισμό.
*Η Μαρία Χρ. Πασχούδη είναι καθηγήτρια-φιλόλογος. Διδάσκει στο 2ο Γενικό Λύκειο Γιαννιτσών. Είναι μεταπτυχιακή σπουδάστρια ιστορικής θεολογίας του Α.Π.Θ.
1. Ι. Θ. Κακριδή, Ελληνική Μυθολογία, οι ΉΡΩΕΣ, Αθήνα 1986, τ. 3.,σελ. 325.
2. Ι. Θ. Κακριδή, ό.π. σελ 327
3. Henry G. Liddell – Robert Scott, Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, Αθήναι, τ. IV, σελ.692
4. Μιχάλη. Γ. Μερακλή Κοινωνική συγκρότηση, Αθήνα 1996, έβδομη έκδοση, σελ. 107
5. Εύη Λ. Βουτσινά, Γεύση Ελληνική, Αθήνα 1998, τ. Α΄, σελ. 33, παραπέμποντας στον Εκκλησιαστικό Φάρο, τ.λη΄, εν Αλεξανδρεία 1939.
6. Δημ. Λουκάτος, Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών, Αθήνα 1997 σελ.125.
7. Αποτελεί και παρατήρηση και βίωμα της γράφουσας, διότι κατάγεται από τις Καρυές και κάθε χρόνο η γιαγιά της στα Γιαννιτσά έφτιαχνε για την Πρωτοχρονιά τέτοια πίτα, που μέσα εκτός από το νόμισμα έβαζε, συμβολικά, ξυλάκια, που αντιπροσώπευαν τα περιουσιακά στοιχεία της οικογένειας, ώστε και όλοι ένιωθαν πως κάτι θα κερδίσουν την καινούργια χρονιά, αλλά και εκφραζόταν η βεβαιότητα πως η περιουσία θα αυξηθεί)
8. Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica, τ. 53, σελ.226
9. Φαίδων Κουκουλές, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, εν Αθήναις 1951, τ. Β΄, σελ. 26
10 Aπό τη λατινική λέξη bruma=σύντομος, και για τους Ρωμαίους ήταν η συντομότερη μέρα του έτους που συνέπιπτε με την 24η ή 25 Δεκεμβρίου, περίοδο που τελούνταν και τα Σατουρνάλια. Βλέπε και Φαίδων Κουκουλές, ό.π., τ. Β΄, σελ. 26-29
11. Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica, τ. 13, σελ. 366
12. Υπάρχει η εκδοχή πως ο Άγιος Βασίλειος μετά από σφοδρή λεηλασία στην Καισάρεια, συγκέντρωσε χρυσά κοσμήματα και νομίσματα, για να τα γλιτώσουν από τον εχθρό. Κατόπιν, έφτιαξαν ψωμάκια, που περιείχαν νόμισμα ή κόσμημα. Κάθε πιστός, θαυματουργικά, πήρε το δικό του, Βλ. Στέλιος Παρλιάρος, Η σοκολατένια εκδοχή της βασιλόπιτας, Περιοδικό «Κ» Καθημερινής, τ. 240, σ. 73.
13. Μαρία Χρ Πασχούδη, Ευωδία και Ευτυχία Εορτών, άρθρο στο περιοδικό «Φίλιππος» Γιαννιτσών, τευχ. 37, σελ. 32
14. Εύη Λ. Βουτσινά, ό.π., τ. Α΄, σελ. 55-56
15. Εύη Λ. Βουτσινά, ό.π. τ. Α΄, σελ. 55-56
16. Άγγ. Ν. Δευτεραίος, Το ψωμί στα έθιμα των Ελλήνων, Αθήνα 1992, σελ. 207, σημείωση 40
17. Άγγ. Ν. Δευτεραίος, ό.π. σελ. 207
18. Robert Fraceliere,Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των αρχαίων Ελλήνων, Αθήνα 1990, σελ. 246
19. Κατ΄ αυτοψία της γράφουσας, γιατί κατάγεται από τις Καρυές και μέχρι και σήμερα τελείται στην πατρική εστία αυτό το έθιμο.
20. Στην Ανατολική Θράκη τοποθετούν τρία ψωμάκια με κεριά στο τραπέζι για τις ψυχές των νεκρών, Άγγ. Ν. Δευτεραίου, ό.π., σελ. 207
21. Περισσότερα για τα εννιά φαγιά βλέπε στο άρθρο της Μαρίας Χρ. Πασχούδη, Γευστικές ενθυμήσεις εορτών, στο περιοδικό Εκ βαθέων, τευχ. 14, σελ. 34-35, αλλά και στον π. Σταύρο Πατσα-βούδη, Χριστιανικές λατρευτικές παραδόσεις της Ανατολικής Ρωμυλίας», ανέκδοτη μεταπτυχιακή εργασία, σελ. 76-77
22. Το ζήτημα το ερευνώ. Οποιαδήποτε πληροφορία είναι πολύτιμη
23. Ο Άγγ. Ν. Δευτεραίος το καταγράφει αρκετά αναλυτικά στο έργο του που αναφέρω παραπάνω.
24. Τσερβάκη Σταυρούλα, επιμέλεια, ΨΩΜΙ –δημιουργική κουζίνα, Θεσσαλονίκη 2003, περιγράφονται 42 διαφορετικά ψωμιά, απλά και γλυκά ή με πιο πολύπλοκες συνταγές, ελληνικά και ξένα.
Κατηγορία: Λαογραφικά - Διατροφή • Λαογραφικά - Ήθη & Έθιμα