Το Στοιχειό του Βάλτου

9 Φεβρουαρίου, 2016


1 Ο Οπλαρχηγός Γκόνος Γιώτας (1880 –1911)

Ο Οπλαρχηγός Γκόνος Γιώτας 1880 – 1911

 

 

*Του Ιωάννη Παπαλαζάρου – Εκπαιδευτικού

α. Η Λίμνη των Γιαννιτσών

Η λίμνη των Γιαννιτσών ήταν ένας ατέλειωτος βάλτος με αβαθή νερά γεμάτα βούρκο, σωστή απροσπέλαστη ζούγκλα. Ήταν κατάφυτη από πυκνά πανύψηλα καλάμια και ψαθιά, τα γνωστά και προσφιλή στους χωρικούς της περιοχής «ραγάζια».

Καταλάμβανε μεγάλα τμήματα των πεδιάδων Γιαννιτσών και Καμπανίας και η ελώδης κατάστασή της με τα μιλιούνια σμήνη των κουνουπιών ήταν διαρκής απειλή για την υγεία των κατοίκων των παρόχθιων χωριών. Η ελονοσία, η περιβόητη «τρέσκα» κατάντησε μάστιγα των ψαράδων και των ψαθάδων της περιοχής.

Η λίμνη κατείχε το κέντρο της μεγάλης μακεδονικής πεδιάδας μεταξύ των Καζάδων Θεσσαλονίκης, Γιαννιτσών, Βέροιας και Βοδενών και όλοι οι δρόμοι που συνέδεαν τη Θεσσαλονίκη με τα μεγάλα αστικά κέντρα: Γιαννιτσά, Βέροια, Νάουσα, Έδεσσα, Μοναστήρι και λοιπή Δυτική Μακεδονία, περνούσαν από δίπλα της.

Από πολύ νωρίς οι Βούλγαροι κομιτατζήδες επεσήμαναν τη στρατηγικότητα της θέσης της. Μετά την αποτυχία της εξέγερσης του Ίλιντεν, πολλά βουλγαρικά σώματα κατέφυγαν σ’αυτήν και αφού κατέλαβαν ψαράδικες καλύβες σε νευραλγικά σημεία της, αθέατες μέσα στις συστάδες των καλαμιών, έθεσαν υπό τον έλεγχό τους τα κυριότερα περάσματά της.

Ήταν ένα ανεξάρτητο κομιτατζήδικο βασίλειο στην καρδιά του βιλαετιού της Θεσσαλονίκης.

Ο τουρκικός στρατός της περιοχής, η δύναμη του οποίου υπολογιζόταν σε 160 τάγματα περίπου, ενώ είχε στην απόλυτη εξουσία και διοίκησή του τρία βιλαέτια (Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου και Κοσσόβου) δεν μπόρεσε να θέσει υπό τον έλεγχό του την περιοχή της λίμνης. Απέφευγε τα ύπουλα νερά της, όπου παραμόνευαν ο βούρκος, οι θέρμες και οι κομιτατζήδες.

Οι κάτοικοι των λίγων παραλίμνιων χωριών, ασχολούμενοι με το ψάρεμα ή με την κατασκευή ψάθινων ειδών, με μύριες δυσκολίες άνοιγαν δρόμους μέσα από τα δάση των καλαμιών για να περνάνε με τις πλάβες τους, βάρκες χαμηλές με επίπεδη βάση χωρίς καρίνα.

Κατασκεύαζαν καλύβες, «σκάλες» και «πατώματα» απαραίτητα για τη δουλειά τους. Αυτές τις καλύβες και τα «πατώματα» βρήκαν έτοιμα οι Βούλγαροι, όταν επέλεξαν το Βάλτο για κρησφύγετό τους και τις κατέλαβαν, αφού εκτόπισαν βίαια ψαράδες και ψαθάδες. Έγιναν τα ασφαλή καταφύγια και τα ορμητήριά τους. Η βία και ο τρόμος απλώθηκε παντού. Πάνοπλοι εξορμούσαν πολύ συχνά στα γύρω χωριά για να εκδικηθούν τους «γραικομάνους», να τιμωρήσουν τους πατριαρχικούς, να ανεφοδιαστούν από τα κοπάδια και τα γεννήματα των χωρικών, να επιβάλουν την κυριαρχία τους με εκφοβισμούς, αρπαγές και δολοφονίες.

 

5 Η Λίμνη των Γιαννιτσών

Η Λίμνη (Ο Βάλτος) των Γιαννιτσών 

 

Η κύρια δύναμή τους ήταν συγκεντρωμένη στο νοτιοδυτικό τμήμα της λίμνης, κοντά στο Ζερβοχώρι και Γκόλο Σέλο, όπου διατηρούσαν και έξι από τις σημαντικότερες καλύβες τους. Εκεί ήταν εγκαταστημένο το αρχηγείο τους και ο αδιαφιλονείκητος αρχηγός τους, βοεβόδας Αποστόλ Τερζίεφ (Πετκώφ), αρχιτρομοκράτης της περιοχής, που οι Βούλγαροι αποκαλούσαν χαρακτηριστικά «Ήλιο του Βαρδαρίου».

Η συνολική δύναμή τους ανερχόταν σε 250 άνδρες και είχαν για αρχηγούς των σωμάτων τους αρχικομιτατζήδες Χατζη-Τράιο, Τζανέσωφ και Στέργιο Βλάχο. Κατά καιρούς έκαναν την εμφάνισή τους στην περιοχή και τα σώματα των Καρατάσου και Λούκα.

‘Οσο διάστημα δρούσαν ανενόχλητα τα βουλγαρικά σώματα και έλεγχαν τα περάσματα του βάλτου, καμιά από τις ελληνικές ανταρτικές ομάδες δεν μπορούσε να αποδώσει αποτελεσματικά στις περιοχές της Βέροιας, της Νάουσας και της Έδεσσας γιατί είχαν αποκοπεί οι δρόμοι επικοινωνίας τους.

Τη στρατηγική σημασία της λίμνης έγκαιρα είχαν εκτιμήσει και οι ελληνικές αρχές. Το Ελληνικό Προξενείο Θεσσαλονίκης κατέστρωνε νύχτα και μέρα σχέδια για το πώς θα αποκτήσει τον έλεγχο της περιοχής, γεγονός που κατορθώθηκε μόνο χάρη στην επιμονή και μεθοδικότητα του Λάμπρου Κορομηλά και στην πείρα και θέληση των ντόπιων αγωνιστών.

Οι πρώτες ελληνικές ομάδες που εμφανίστηκαν και άρχισαν να δρουν στην περιοχή, από το φθινόπωρο του 1904, ήταν του Τζόλα Περήφανου και του Θεοχάρη Κούγκα από το Γιδά. Ολιγάριθμες ομάδες και χωρίς δυνατότητες ανεφοδιασμού, συνάντησαν αφάνταστες δυσκολίες μπροστά στην αριθμητική και οπλική υπεροχή των βουλγαρικών σωμάτων.

Το Αρχηγείο του Αγώνα κατά το διάστημα 1904-1908 έστειλε κρυφά πολλούς νέους και ικανούς αξιωματικούς, μεταμφιεσμένους σε χωρικούς, σε ζωεμπόρους, ακόμα και σε κληρικούς, με σκοπό την καλύτερη οργάνωση του αγώνα και την ισχυροποίηση των ελληνικών θέσεων.

Η ιδιαιτερότητα των συνθηκών του Βάλτου και το βαρύ ανθυγιεινό κλίμα υποχρέωναν το αρχηγείο να αλλάζει πολύ συχνά τους καπεταναίους των σωμάτων. Έτσι κατά τη διάρκεια της τετραετίας πέρασαν από την περιοχή οι αξιωματικοί: Πετρίλος (Κ. Μπουκουβάλας) Μάρτιος 1905, Καψάλης (Χρ. Πραντούνας) Νοέμβριος 1905, Καβοντόρος (Στ. Ρήγας) και Κόλιας (Ρόκας) Νοέμβριος 1905, Κλάπας (Γ. Μακρόπουλος) lούλιος 1906, Κάλας (Κ. Σάρρος) Σεπτέμβριος 1906, Άγρας (Τέλος Αγαπηνός) Σεπτ/ ριος 1906, Νικηφόρος (Ι. Δεμέστιχας) Σεπτέμβριος 1906, Αγραφιώτης (Παπαγακής) Ιούνιος 1907, Ματαπάς (Μιχ. Αναγνωστάκος), Εμ. Μπενής, Παν. Παπατζανετέας, Ζήριας (Ι. Σακελλαρόπουλος) κ.ά.

Οι άνδρες των σωμάτων αποβιβάζονταν συνήθως στο το Τσάγεζι, μικρό χωριό στις εκβολές του Πηνειού κι από εκεί με βάρκες κουλακιώτικες στις εκβολές του Λουδία, απ’ όπου, με τη βοήθεια των χωρικών του Ρουμλουκιού (περιοχή της Αλεξάνδρειας), κατέληγαν στη λίμνη.

Οι πιο πολλοί ήταν οπλισμένοι με παλιά όπλα γκρα, ενώ οι κομιτατζήδες είχαν επαναληπτικά μάλινχερ. Οι νεοφερμένοι αρχηγοί, ορμητικοί και ανυπόμονοι, αλλά τελείως άπειροι από την ιδιομορφία της πολεμικής τακτικής της περιοχής, βιάζονταν να ξεμπερδέψουν με τις βουλγάρικες συμμορίες. με κατά μέτωπον επιθέσεις και εφόδους.

Ο αγώνας εδώ ήταν ανορθόδοξος, ύπουλος και σκληρός. Ο Βάλτος, υγρός λαβύρινθος, σκοτεινός και αδιαπέραστος, ήταν γεμάτος ενέδρες, παγίδες και εκπλήξεις. Πίσω από κάθε συστάδα καλαμιών περίμεναν δολοφονικές σφαίρες. Η συμβατική τακτική του πολέμου δεν έχει πέραση και εφαρμογή.

Εδώ χρειαζόταν ψυχραιμία και υπομονή, πονηριά και στρατηγική αιφνιδιασμού. Προσόντα που τα διέθετε (μαζί με πολλά άλλα) μόνον ο Γκόνος Γιώτας. Η εμφάνισή του στη λίμνη το χειμώνα του 1904 προσέδωσε άλλο χαρακτήρα στον αγώνα. Έγινε ο συνδετικός κρίκος όλων των αρχηγών, το δεξί τους χέρι, η ψυχή, το μυαλό και το «στοιχειό» του Βάλτου.

β. Ο βίος και η δράση του
Γεννήθηκε στις 7 lουλίου 1880 στο μικρό παραλίμνιο χωριό Πλούγαρ κοντά στον Άγιο Λουκά. Λίγες φτωχικές καλύβες, χωμένες μέσα στους καλαμιώνες, ήταν όλο κι όλο. Σε μια πλημμύρα που συνέβη λίγο καιρό μετά την απελευθέρωση, παρασύρθηκαν οι πιο πολλές και καταστράφηκαν, ενώ οι λιγοστοί κάτοικοι του Πλούγαρ σκόρπισαν στα γύρω χωριά και στα Γιαννιτσά.

Η οικογένεια Γιώτα κατέφυγε στα Γιαννιτσά, όπου αγόρασε ένα σπίτι κοντά στη σημερινή ομώνυμη πλατεία. Τότε εκεί υπήρχε ένα βαθύ ρέμα.

Σύμφωνα με άλλη ανεπιβεβαίωτη εκδοχή ο Γκόνος Γιώτας γεννήθηκε στα Γιαννιτσά. Ο πατέρας του, Βασίλειος Γιώτας, υπήρξε σημαντικό μέλος της κοινωνίας των Γιαννιτσών. Ασχολούνταν με το εμπόριο και με την καλλιέργεια των κτημάτων του, που βρίσκονταν κοντά στο μοναστήρι του Αγίου Λουκά. Παράλληλα, διατηρούσε κι ένα μικρό χάνι στην Παλιά Αγορά.

Ο Γκόνος ήταν ζωηρός, ευέξαπτος και ανυπόταχτος χαρακτήρας και από μικρός είχε ασκηθεί στη χρήση των όπλων. Από την ηλικία των 16 χρόνων με ένα παλιό γκρα στο χέρι ήταν φύλακας των πατρικών κτημάτων στον Άγιο Λουκά από τα αρπαχτικά όργανα των Τούρκων τσιφλικάδων, σουμπασήδων και σεϊμένηδων, που καταλήστευαν και λυμαίνονταν τα γύρω χωριά.

Όταν άρχισε τη δράση και τις διακηρύξεις της στην περιοχή η βουλγαρική οργάνωση V.M.R.Ο., γνωστή και σαν Ε.Μ.Ε.Ο. (Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση) ο Γκόνος ήταν περίπου 20χρονο παλικάρι και ήταν από τους πρώτους που συγκινήθηκαν από τα συνθήματά της, ότι δηλαδή ήταν επιτακτική ανάγκη να συνενωθούν όλοι οι χριστιανοί της Μακεδονίας, ανεξάρτητα από εθνικότητα και γλώσσα, σε ένοπλη εξέγερση για να αποτινάξουν τη δουλεία και την εκμετάλλευση των Τούρκων.

Δεν άργησε όμως να ανακαλύψει τους πραγματικούς σκοπούς, τις ωμότητες και τις βιαιοπραγίες της οργάνωσης και να την εγκαταλείψει αγανακτισμένος και αηδιασμένος.

Πολλά ήταν τα περιστατικά που συντελέσανε στη μεταστροφή του:

α) Οι βιαιότητες των βουλγαριζόντων σε βάρος των καταστηματαρχών της αγοράς κατά τη γιορτή των Κυρίλλου και Μεθοδίου, γιατί τη θεωρούσαν ως εθνική τους γιορτή και απαιτούσαν το κλείσιμο των καταστημάτων.

β) Οι προπηλακισμοί και ο λιθοβολισμός του Μητροπολίτη Βοδενών Στεφάνου που είχε έρθει να λειτουργήσει στα Γιαννιτσά.

γ) Μια Κυριακή του θέρους του 1904 κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας στο Μοναστήρι του Οσίου Λουκά, όρμησαν ξαφνικά μέσα στην εκκλησία τρεις ένοπλοι κομιτατζήδες και διέταξαν τον παπά, που ήταν πατριαρχικός, να διακόψει τη λειτουργία και να φύγει από την εκκλησία, γιατί στο εξής θα λειτουργούσε εκεί δικός τους παπάς, εξαρχικός.

Ο κόσμος έντρομος εγκατέλειψε την εκκλησία και μόνον ο Γκόνος Γιώτας, πάνοπλος και αυτός, τους αντιμετώπισε με θάρρος: «Έτσι θα διώξουμε τους Τούρκους;» τους φώναξε αγριεμένος. Τους απείλησε ξεκάθαρα πως αν ξαναενοχλήσουν την περιοχή, θα έχουν να κάνουν πλέον μαζί του στο εξής. Το περιστατικό αυτό ήταν και το καθοριστικό για την περαιτέρω στάση και δράση του Γκόνου Γιώτα.

Εγκατέλειψε τη συνεργασία του με τους κομιτατζήδες και την οργάνωσή τους, αφού κατάλαβε καλά πλέον πόση απάτη και υποκρισία έκρυβαν τα συνθήματα της επανάστασης του Ίλιντεν (20-7-1903) και αποφάσισε να μπει στο βάλτο και να αναμετρηθεί μαζί τους.

Με λίγους συντρόφους του καταλαμβάνει πρώτα την καλύβα «Πρίσνα» και το Δεκέμβρη του 1904 έχει κιόλας 17 άνδρες στην ομάδα του και 7 πλάβες. Με συνεχείς επιθέσεις καταλαμβάνει 6 καλύβες στη δυτική περιοχή της λίμνης, απ’ όπου καταφέρνει απανωτά χτυπήματα στα βουλγάρικα στέκια. Γίνεται ο φόβος και ο τρόμος για τους αντιπάλους του.

Τον βοηθάνε τα μοναδικά προσόντα του:

Γνώριζε άριστα τη δαιδαλώδη περιοχή και τις μεθόδους του ιδιόμορφου αγώνα που διεξαγόταν σ’ αυτήν. Είχε γερή κράση και ατσάλινο οργανισμό.

Ήξερε σπιθαμή προς σπιθαμή τον υδάτινο λαβύρινθο, τα κανάλια του, τις καλύβες, τα περάσματα και τους ανθρώπους του. Μυστικά του Βάλτου δεν υπήρχαν γι’ αυτόν. Ήταν απόλυτα προσαρμοσμένος στις βαριές κλιματολογικές συνθήκες και δεν προσβαλλόταν ούτε από την υγρασία ούτε από τις θέρμες που μάστιζαν την περιοχή.

Όλοι οι αρχηγοί μετά από ολιγόμηνη παραμονή την εγκατέλειπαν για λόγους υγείας και προσαρμογής. Ο Γκόνος, ακλόνητος και απρόσβλητος, παρέμεινε σε όλη τη διάρκεια του αγώνα στη λίμνη. Από τους πρώτους μπήκε και την εγκατέλειψε τελευταίος.

Είχε μέτριο αθλητικό ανάστημα, αλλά ήταν προικισμένος από τη φύση με περίσσια σωματική αντοχή και ψυχική δύναμη. Για το απρόσβλητο της υγείας του από τον πυρετό και τις κακουχίες ο Καπετάν Άγρας έλεγε χαριτολογώντας συχνά: «Όχι μόνο δεν προσβάλλεται από την ελονοσία ο Γκόνος, αλλά και τα κουνούπια άμα τον τσιμπήσουνε, ψοφάνε».

Δεν ήταν μόνο οι σωματικές αρετές που διέκριναν τον Γκόνο. Διέθετε σπάνια εξυπνάδα, σύνεση και στρατηγικότητα στις αποφάσεις του και ήταν αριστοτέχνης στην τακτική των αιφνιδιασμών. Γνώριζε άριστα τις πονηριές και τα τερτίπια των βουλγαρικών συμμοριών και η πείρα του αυτή αποδείχτηκε σπουδαίο προσόv και πολύτιμο στοιχείο για τη δράση του στον Βάλτο και πολύ σύντομα τον ανέδειξε στο φυσικό πρωταγωνιστή του.

Οι άντρες του, που έφτασαν μέχρι και τους 35, κατάγονταν από τα Γιαννιτσά και από τα γύρω χωριά, δοκιμασμένοι όλοι τους στις φοβερές συνθήκες της λίμνης. Πρωτοπαλίκαρό του ήταν ο Κυριάκος Χαντές από τη Βαλμάδα και Γραμματέας του ο Αιγυπτιώτης Παυλάκης.

Ένας από τους υπαρχηγούς του ήταν και ο Αποστόλης από το Γιδά (Αλεξάνδρεια) που αργότερα έμελλε να παίξει το ρόλο του Ιούδα.

 

2 Ομάδα του Γκόνου Γιώτα

Η μοναδική φωτογραφία της ομάδας του Γκόνου Γιώτα όπου εμφανίζονται όλα τα πρόσωπα των ανδρών του. Δεξιά του κάθεται ο υπαρχηγός του Αποστόλης Ματόπουλος από το Γιδά, που κατηγορείται ότι πρόδωσε τον Γκόνο στις τουρκικές αρχές. Για το λόγο αυτό σε όσες φωτογραφίες της ομάδας ακολούθησαν, τοκεφάλι του Αποστόλη αντικαταστάθηκε από κεφάλι άλλου αντάρτη 

 

Από τους πιο στενούς συνεργάτες του ήταν ο Παντελής Παπαϊωάννου ή Γκραίκος από τη Στρώμνιτσα, που αργότερα έκανε δικό του σώμα με το ψευδώνυμο Νικοτσάρας, και ο Λάζος Δουγιάμας, ένας από τους τέσσερις ηρωικούς αδελφούς Δουγιάμα από την Μπαροβίτσα (Καστανερή) του Πάικου.

Ο Γκόνος είναι πανταχού παρών, το «στοιχειό του Βάλτου» όπως χαρακτηριστικά τον λέει συχνά ο στρατηγός Δ. Κάκκαβος. Γίνεται ο απαραίτητος σύμβουλος και ο πολύτιμος οδηγός όλων των αρχηγών που περνάνε από τη λίμνη.

Με τη δράση του βοήθησε να αναπνεύσουν λίγο τα βαλτοχώρια από την ασφυκτική παρουσία των κομιτατζήδων και να αναθαρρήσουν οι τρομοκρατημένοι κάτοικοί τους. Έξι χωριά της περιοχής που είχαν υποχρεωθεί με τη βία και την καταπίεση να γίνουν εξαρχικά. με την παρότρυνση του Πετρίλου και του Γκόνου Γιώτα εντάχτηκαν αποφασιστικά στο Πατριαρχείο: Ζορμπάς (Μ. Μοναστήρι) Κιρτζαλάρ (Άδεντρο) Σάριτσα (Βαλτοχώρι) Τσοχαλάρ (Παρθένι) Καϊλί (Βραχιά) και Άγιοι Απόστολοι (Πέλλα).

Από το Μάρτη του 1905 δρα στην περιοχή το πρώτο συγκροτημένο ελληνικό σώμα του καπετάν Πετρίλου (Κ. Μπουκουβάλα). Με τη βοήθεια του Γκόνου κατάφερε να αποκτήσει ερείσματα στις καλύβες Τσέκρι, Αλή και Λάκα και να αποκόψει τη τροφοδοσία των βουλγαρικών σωμάτων.

Στις 22 Απριλίου του 1906 το σώμα του Παπατζανετέα με τη συμμετοχή και του Γκόνου Γιώτα εξοντώνει βουλγαρική συμμορία στην περιοχή του Βερτικόπ (Σκύδρας) και ελέγχει την επικοινωνία του δρόμου Γιαννιτσών Έδεσσας. Λίγες μέρες αργότερα επιτέθηκαν και εξουδετέρωσαν βουλγαρικές θέσεις στο χωριό Αλάρ (Αρχοντικό).

Το Νοέμβρη του 1906 ο καπετάν Άγρας με τη συνεργασία του Γκόνου καταφέρνει αποτελεσματικό χτύπημα και μεγάλη φθορά στο ορμητήριο και κέντρο ανεφοδιασμού του Αποστόλ Πετκώφ στο Ζερβοχώρι.

Το Γενάρη του 1907 ο καπετάν Νικηφόρος με τη βοήθεια του Γκόνου αποκρούει με επιτυχία, στη μεγάλη καλύβα Κούγκα, συγχρονισμένη επίθεση 80 κομιτατζήδων των Πετκώφ, Χατζητράιου και Ζλατάν.

Η συνεργασία του Γκόνου με όλους τους αρχηγούς της λίμνης ήταν αρμονική και αδιάκοπη. Με τις συχνές αλλαγές τους και χωρίς την παρουσία του ήταν αδύνατον να ελεγχθεί η κατάσταση στην περιοχή.

Σαν πολύπειρος και βετεράνος τούς υπενθύμιζε τις κακοτοπιές και τις παγίδες του βάλτου και τους συνιστούσε με τα ιδιόρρυθμα ελληνικά του: «Εντώ τέλει υπομονή και μάτια τέσσαρα». Κι ο καπετάν Άγρας τον παρατηρούσε γελώντας: «Τότε να φορέσουμε γυαλιά, Γκόνε».

Τα ελληνικά του προσπαθούσε να τα βελτιώσει με τη βοήθεια Κρητικών που κατά καιρούς είχε στην ομάδα του. Στην προσπάθειά του αυτή μάλιστα, είχε πάρει και λίγη από την κρητική προφορά τους.

Παρά τις συνεχείς συμβουλές προς τους νεοφερμένους αξιωματικούς για τους κινδύνους της λίμνης και τα τερτίπια των κομιτατζήδων, πολλοί απ’ αυτούς χάθηκαν άδικα και απερίσκεπτα.
Στις 21 Απριλίου 1906 ο καπετάν Καψάλης (Χρ. Πραντούνας), στην προσπάθειά του να καταλάβει μια βουλγάρικη καλύβα, έκανε έφοδο με τους άντρες του ακάλυπτος και ολόρθος μέσα στην πρώτη πλάβα της ομάδας του. Σε λίγα λεπτά έπεφτε νεκρός από εχθρική σφαίρα.

Το ίδιο άδικα χάθηκε και ο Άγρας (7-6-1907) που εμπιστεύθηκε τους αρχικομιτατζήδες Κασάπτσε και Ζλατάν και έπεσε στην παγίδα τους.

Οι Τούρκοι έκαναν κατά καιρούς προσπάθειες να επιβάλουν την τάξη στο Βάλτο, χωρίς να πετύχουν πολλά πράγματα. Κατά βάθος ήταν ευχαριστημένοι από τον αλληλοσπαραγμό των χριστιανών.

Περί τα τέλη του 1906 επιχείρησαν, κανονιοβολώντας την περιοχή, να εκδιώξουν τους αντιμαχόμενους. Δεν τα κατάφεραν. Επανήλθαν τον Μάιο του 1907 και εισέβαλαν στη λίμνη με θωρακισμένες βάρκες σε μια νέα εκκαθαριστική προσπάθεια. Κατέλαβαν και κατέστρεψαν μερικές άδειες καλύβες που βρήκαν μπροστά τους και εφησυχασμένοι αποχώρησαν. Οι Έλληνες και οι Βούλγαροι είχαν αποσυρθεί στα ενδότερα ή είχαν αποτραβηχτεί στα γύρω βουνά.

Η ζωή του Γκόνου Γιώτα ήταν σε διαρκή κίνδυνο. Γνωρίζοντας όμως τόσο καλά και τον τόπο και τους ανθρώπους του, ήξερε και να φυλάγεται. ‘

Ενας παλιός γνώριμός του, ο αρχικομιτατζής Κουκουτ-Τράιος, τον προκάλεσε κάποτε και του μήνυσε πως αν τον συναντούσε θα τον έγδερνε ζωντανό. Ο Γκόνος του απάντησε πως δε χρειάζεται να ψάξει, είναι στη διάθεσή του να μονομαχήσουν όπου αυτός θέλει, σε πλάβα ή σε καλύβα. Αλλά εκείνος προτίμησε τη σιωπή.

Μετά από λίγες μέρες έφτασε ο Γκόνος με τους άντρες του στην περιοχή της Πρίσνας και παράγγειλε στον Κουκουτ-Τράιο και στον Ζλατάν, που κινούνταν εκεί γύρω, ότι τους περιμένει να αναμετρηθούν. Αυτοί ούτε απάντησαν, ούτε κινήθηκαν.

Σε άλλη περίπτωση (Μάιος του 1907) ο Γκόνος διέτρεξε σοβαρό κίνδυνο από τον τούρκικο στρατό και μόνο χάρη στην ψυχραιμία και την πονηριά του τη γλίτωσε. Βρισκόταν στην Κουλακιά (Χαλάστρα) στο σπίτι του φίλου του Φώτη Καλλιγιάννη, παρέα με τον Λάζο Δουγιάμα και τον Αποστόλη Ματόπουλο από το Γιδά.

Τότε εμφανίστηκε ξαφνικά απόσπασμα τουρκικού στρατού. Οι τρεις άντρες δεν επιχείρησαν να κρυφτούν ή να φύγουν. Με εντολή του Γκόνου φόρεσαν χωριάτι

κα ρούχα, ανέβηκαν σε ένα κάρο φορτωμένο με ψαθιά και με τα δρεπάνια στον ώμο έδειχναν φιλήσυχοι ραγιάδες που πήγαιναν για θέρισμα στα λιβάδια. Τα όπλα τους, καλά κρυμμένα κάτω από τις ψάθες, έμειναν αχρείαστα. Οι Τούρκοι δεν έδωσαν σημασία στους κουρελήδες χωριάτες.

Ενδεικτικά μόνον αναφέρθηκα στη δράση του Γκ. Γιώτα γιατί οι πολεμικές επιχειρήσεις όπου έλαβε μέρος είναι αναρίθμητες. Ήταν σχεδόν αδιανόητο να επιχειρηθεί σύγκρουση με τα βουλγάρικα σώματα χωρίς την παρουσία του.

Παρέμεινε στο δυτικό τμήμα της λίμνης με 15 άντρες μέχρι τον lούλιο του 1908, τότε που κηρύχτηκε το κίνημα των Νεοτούρκων (107-1908) και με το νέο σύνταγμά τους έδωσαν γενική αμνηστία στους αντιμαχόμενους. Χαρούμενος, γιατί νόμιζε ότι επιτέλους παίρνουν αίσιο τέλος οι αγώνες του, έκανε δωρεά στο Μοναστήρι του Αγίου Λουκά μια καμπάνα αξίας 30 τουρκικών λιρών, που σώζεται μέχρι σήμερα και φέρει το όνομά του.

Ο Γκόνος μαζί με άλλους οπλαρχηγούς μεταβαίνει στη Θεσσαλονίκη, όπου συναντιέται και με άλλους οπλαρχηγούς, φωτογραφίζονται αναμνηστικά με ηγέτες των Νεότουρκων, χάριν της αμνηστίας και του νέου συντάγματος και του αποδίδονται τιμές και παράσημα από το Ελληνικό Προξενείο.

Κατά την επιστροφή του στα Γιαννιτσά, σε λίγες μέρες, γίνεται δεκτός στην είσοδο της πόλης από συγγενείς και συμπολίτες του, αλλά και Τούρκους με τιμές ήρωα. Είναι ο μόνος αρχηγός που επιστρέφει με πλήρη τον οπλισμό του. Ακολούθησε 8ήμερο γλέντι στο σπίτι του, με τους φίλους και παλιούς συμπολεμιστές του.

Τέσσερις μήνες αργότερα συνέβη κάτι που στάθηκε μοιραίο για τη ζωή του: Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1908, ενώ διασκέδαζε στο σπίτι του παρέα με μερικούς φίλους και άντρες της ομάδας του, δέχτηκε την προκλητική επίσκεψη του κομιτατζή Πέντσιου ή Πέντσεφ, που κατηγορούνταν ότι είχε σκοτώσει την Αικατερίνη Βαρελά.

Μεθυσμένος ο Πέντσιος προκάλεσε με βρισιές τη συντροφιά του Γκόνου και ο τελευταίος, εξαγριωμένος από τη συμπεριφορά του, ρίχτηκε επάνω του και τον έπνιξε. Τον έδεσε με σκοινιά και όταν η πόλη ησύχασε από τις φωνές των παιδιών που τραγουδούσαν τα κάλαντα, τον μετέφερε στη γέφυρα του γειτονικού ρέματος και τον έστησε εκεί, για να φανεί ότι πέθανε από το κρύο.

Κάποιος φαίνεται, που τον είχε αντιληφθεί, πρόδωσε τις κινήσεις του στις τουρκικές αρχές της πόλης. Πιθανότερο, όμως, είναι να τον υποψιάστηκαν οι αρχές, γιατί γνώριζαν το μίσος που χώριζε τους δύο άντρες.

Μετά από 2-3 μέρες τον κάλεσαν να καταθέσει στο δικαστή. Ο Γκόνος αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες και αφέθηκε προσωρινά ελεύθερος. Για μεγαλύτερη σιγουριά και ασφάλεια εγκατέλειψε κρυφά τα Γιαννιτσά και κατέφυγε στην Αθήνα, όπου τέθηκε στη διάθεση του Γενικού Επιτελείου Στρατού.

Στο μεταξύ οι Τούρκοι μετά από λίγες μέρες διατάσσουν εκ νέου τη σύλληψή του. Η οικογένειά του αρνήθηκε να αποκαλύψει πού βρίσκεται και απειλήθηκαν τα μέλη της με εξορία.

Ο Γκόνος όταν έμαθε το γεγονός, έστειλε επιστολή στις τουρκικές αρχές, στην οποία τους αποκάλυπτε ότι βρισκόταν στην Αθήνα και τους ζητούσε να αφήσουν ήσυχη την οικογένειά του.

Παρέμεινε δύο χρόνια περίπου στην Αθήνα, δουλεύοντας σε ένα μικρό ξενοδοχείο, το οποίο αποφάσισε να αγοράσει με τις λίγες οικονομίες του. Στο διάστημα αυτό αρραβωνιάστηκε με μια πλούσια μοναχοκόρη.

Στην Αθήνα είχαν καταφύγει και άλλοι οπλαρχηγοί του Αγώνα (Λάζος Δουγιάμας, Γκραίκος κ.ά.). Η Ελληνική Κυβέρνηση, εν αναμονή εξελίξεων στη Μακεδονία και για να διαφυλάξει τη ζωή των αρχηγών του Αγώνα, τους φιλοξενούσε «μαντρωμένους» στο περίφημο «Άσυλο των Μακεδόνων» της οδού Μιχαήλ Βόδα στην Αθήνα. Και αυτό γιατί οι γαλαντομίες και οι περιποιήσεις των Νεότουρκων προς τους οπλαρχηγούς κράτησαν λίγες μόνον ημέρες. Αμέσως μετά ξεκίνησε μυστική επιχείρηση εξόντωσής τους.

Ο Γκόνος, εν τω μεταξύ, έμαθε ότι ένα κρησφύγετό του στη λίμνη, όπου είχε κρυμμένα 400 όπλα από τον αγώνα, προδόθηκε στους Τούρκους και έγινε έξω φρενών. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του, η προδοσία είχε γίνει από τον Αποστόλη Ματόπουλο από το Γιδά, που ήταν παλιά υπαρχηγός στο σώμα του και είχε εξαγοραστεί από τους Τούρκους για 1.000 λίρες.

Δραπέτευσε από το Άσυλο και έφυγε από την Αθήνα το Νοέμβριο του 1910, με την απόφαση να τιμωρήσει τον προδότη Αποστόλη. Μετά από περιπετειώδη καταδίωξη και από ελληνικά και από τουρκικά αποσπάσματα και χωρίς να εμφανιστεί καθόλου στους δικούς του, πήγε κατ’ ευθείαν στην περιοχή του Γιδά, όπου πίστευε ότι κρυβόταν. Τον συνόδευαν ο υπαρχηγός του Κυριάκος και 5-6 από τα παλικάρια της ομάδας του που συνάντησε κρυφά στα γύρω χωριά.

Οι κινήσεις του Γκόνου πρέπει να έγιναν αντιληπτές ή, το πιθανότερο, να προδόθηκαν από τον Αποστόλη Ματόπουλο και το «γιατρό» Αντωνάκη Αντωνιάδη στο τουρκικό απόσπασμα της περιοχής. Έτσι σε μια από τις σκάλες της λίμνης τον περίμενε στημένη τουρκική ενέδρα. Στη συμπλοκή που ακολούθησε ο Γκόνος τραυματίστηκε και αναγκάστηκε να υποχωρήσει.

Δεύτερη όμως ενέδρα τον περίμενε στη Σκάλα του χωριού Νησί και εκεί μετά από πολύωρη μάχη μια δεύτερη σφαίρα τον βρίσκει κατάστηθα και τον αφήνει νεκρό. Ήταν 13 Φεβρουαρίου 1911 και ήταν μόλις 31 χρονών.

Οι άντρες του τον έθαψαν στο Μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων, δίπλα στη λίμνη, πλάι στα τόσο γνώριμα νερά και στα ραγάζια του. Τρία χρόνια αργότερα, τα ελεύθερα πλέον Γιαννιτσά, δέχτηκαν με τιμές τα οστά του ήρωα στο νεκροταφείο της πόλης.

Τη δολοφονία του από τον τούρκικο στρατό θα πρέπει να την εντάξουμε στην εκστρατεία που εξαπέλυσαν οι Νεότουρκοι για την εξόντωση των πρωταγωνιστών του Μακεδονικού Αγώνα. Σε μικρό χρονικό διάστημα δολοφονήθηκαν σε ενέδρες πολλοί πρώην αρχηγοί ανταρτικών σωμάτων.

Στις 10 Σεπτεμβρίου 1911 φονεύθηκε ο Παύλος Ρακοβίτης. Λίγες ημέρες αργότερα ο Γεώργιος Καραϊσκάκης με την ομάδα του στο Μελνίκι, ο Κοροπούλης, ο Παύλος Νεράντζης (καπ. Περδίκας) στη Δυτική Μακεδονία και άλλοι.

Όσο για τους προδότες που τον κατέδωσαν στους Τούρκους, από συμπολεμιστές του, αλλά και από ηγετικά στελέχη του Αγώνα, πιστεύεται με σιγουριά ότι ήταν ο Αποστόλης από το Γιδά και ο γιατρός Αντωνάκης, που είχαν εξαγοραστεί από το νεοτουρκικό κομιτάτο (Τζεμιέτ). Ο πρώτος κατέφυγε στην Αμερική ενώ ο δεύτερος τιμωρήθηκε, όπως του άξιζε: εκτελέστηκε από ανθρώπους του Ελληνικού Κομιτάτου.

Στις 3 Απριλίου του 1912 τελέσθηκε μεγαλοπρεπές μνημόσυνο προς τιμήν του στην Αθήνα, στο οποίο παρέστησαν Μακεδονικά Σωματεία, πολλοί αξιωματικοί του Μακεδονικού Αγώνα και πλήθος κόσμου.

Στο κενοτάφιό του κατατέθηκαν στεφάνια από συμπατριώτες του, από τους Μακεδόνες φοιτητές στην Αθήνα, από την οικογένεια Μαζαράκη και από συμπολεμιστές του από την ελεύθερη Ελλάδα.

Μετά την επιμνημόσυνη δέηση, από το Μακεδόνα φοιτητή Φιλώτα Οικονομίδη εκφωνήθηκε ο παρακάτω λόγος:

«Ο Γκόνος, σεμνός ήρως, αιδήμων πολεμιστής, παρθενικός ιερεύς της λευκοτέρας, της ιερωτέρας των ιδεών, βαδίζει ενθουσιώδης, ωραίος, πλήρης ιδανικών τον ακανθώδη δρόμον του μαρτυρίου και μόνος του δρέπει τον ερυθρόν στέφανον του ηρωικού του θριάμβου, του λευκού του θανάτου. Πλήρης δε μεγαλείου κλείνει την αγέρωχον κεφαλήν και προσφέρει την ίφθιμον αυτού Ψυχήν ως λιβανωτόν, ως θυμίαμα, εις τον πάναγνον βωμόν των δικαίων της Ελληνικής φυλής.

Τόσες δάφνες αιματωμένες, τόσων θριάμβων, τόσων μαχών, δεν αρκούν εις τον ήρωα, δια την μνήμην του οποίου σήμερον χύνομεν θερμά δάκρυα ευγνωμοσύνης. αλλά ποθεί ως συμπλήρωμα αντάξιον της ηρωικής ζωής του, των ευγενών υπέρ της φυλής θυσιών του, ζητεί να κλείσει την λευκήν ιστορίαν των θριάμβων του με τον τραγικόν επίλογον ενός ενδόξου θανάτου. Και ιδού ο Γκόνος πίπτει, ψάλλων δια της μουσικής του όπλου του τον θούριον ύμνον των δικαίων της Ελληνικής φυλής. Υπάρχουν πτώσεις κορμιών που κτίζουν βωμούς, υπάρχουν δούποι κουφαριών που αντηχούν ως αρμονίαι Αισχυλείων παιάνων.

Υπάρχουν θάνατοι που σκορπίζουν φως, αίγλην, ζωήν.

Ω! Αυτοί οι δούποι των αρματωλικών κορμιών που μας έρχονται από τα αιματοβαμμένα Μακεδονικά βουνά, πώς ψάλλουν μέσα σε κάθε Ελληνική Ψυχή την υπέροχον ωδήν μιας μεγάλης αμειλίκτου εκδικήσεως!

Σεμνέ μου ήρωα, ωραίε πολεμιστή! Οι μεγάλοι πρωταθληταί σου Τέλλος Άγρας, Ζέζας, Κρόμπας, Φούφας, Λίτσας, Γέρμας και όλη η πιστή χορεία των ηρώων της μακεδονικής εποποιίας, εις τους κυανούς λειμώνας των Ηλυσίων μειδιώντες, δρέπουσι τα ευωδέστερα, τα αγνότερα των ανθέων και ραίνουν την πλήρη φωτός και θριάμβου Ψυχήν του νέου των συντρόφου, και πλέκουν το φωτοβόλο στεφάνι της τιμής και της δόξης και στέφουν το πάναγνό μέτωπο του νέου μάρτυρος.

Η πατρίς σήμερον λευκή, αιγλήεσσα, δαφνοστεφανωμένη σου δίδει το αιώνιον φίλημα της ιεράς αθανασίας, και οι Πανέλληνες, δούλοι και ελεύθεροι, κτίζουν, πυργώνουν βαθειά εις την καρδιά των βωμόν ευγνωμοσύνης, και μέλπουν ωδάς, και ψάλλουν παιάνας εις την ακήρατον μνήμην σου, σεμνέ πολεμιστή!»

Ο Εμμανουήλ Πατεράκης, που ανήκε στην ομάδα του Γκόνου, του απηύθυνε τα εξής:

«Έχω και εγώ δυο λούλουδα βουνίσια να σου ρίξω, που με τα παλικάρια σου μαζί τα άλλα, τάχω μάσει από βουνό θεόρατο, πώχει τις ρίζες του μέσα σ’ ανθρώπινες καρδιές …

Σήκω να ιδής σιμά σου πώς μαζεύτηκαν τα παλικάρια σου κι οι φίλοι, να σου ψάλλουνε ένα στερνό τραγούδι που σ’ αθάνατους μόνο ταιριάζει μια τέτοια ψαλμωδία …

Σαν ένα τέτοιο θάνατο τρισένδοξο, που έπεσες εσύ για της γλυκειάς μας Πατρίδος τ’ όνομα και για τη λευτεριά και την Ανάστασι της σκλαβωμένης μας Μακεδονίας, γιατί παιδί της ήσουν απ’ τα σπλάχνα της βγαλμένο και δεν βάσταξες την πατρική περιουσία και τ’ αδέρφια μας οι βάρβαροι κι οι ξένοι να σπαράζουνε και να ποδοπατούνε άγρια, ναι, σαν ένα τέτοιο θάνατο καθένας θα ποθούσε.

Ήθελες πρώτα να την δεις ελεύθερη και τα δικά μας τα κανόνια να βροντήσουν, όπως μ’ έλεγες, εκεί κι ύστερα ν’ αποθάνης ευχαριστημένος, ήσυχος, γιατί ο πόθος σου και η επιθυμία μας αυτό είναι.

Μα της ελευθερίας το δένδρο θέλει ακόμα πότισμα. Θέλει λεονταριού κορμιά να τ’ αγκαλιάσουνε νεκρά, θέλει ποτάμια αίματος να τρέξουνε στις ρίζες του βαθειά, για να τρανέψει ύστερα πανώριο με δύναμι και να φωλιάσουν με χαρά κι αμέριμνα από τα πέρατα της γης τα σκορπισμένα τα πουλιά … τ’ αδέρφια μας … Είναι ένας θάνατος, σαν τον δικό σου, απόλαυσις.

Ειν’ ιερά στιγμή εκείνη, όταν πεθαίνουνε οι ήρωες μες στου πολέμου τη βροντόφωνη πανήγυρη, αντί ν’ ακούνε κλάματα και μοιρολόγια γυναικών, βλέπουν κορμιά να πέφτουν γύρω, να σωριάζονται βάρβαρα κουφάρια των εχθρώνε μας, αυτών που ατιμάζουνε του Αλεξάνδρου την πανένδοξη πατρίδα.

Κοιμήσου τον ύπνο τον αιώνιο, κι ο πόθος σου είν’ όρκος όλων μας. Θε να ‘ρθει ημέρα άγια, όπου κι εσύ θα τη νιώσεις μέσα στο κοιμητήρι, όπου τα κόκκαλα θα τρίξουνε από χαρά και από αγαλλίαση, όταν δοθή το γενικό το σύθημα απ’ του Ολύμπου τες χιονισμένες τες κορφές κι η σάλπιγγα της λευτεριάς σαν αντηχήση την ανάσταση έως τες ρεματιές του Σκάρδου».

 

9 Από το μνημόσηνο του Γκόνου Γιώτα το 1938

Από το μνημόσηνο του Γκόνου Γιώτα το 1938.  Στο κέντρο διακρίνεται ο πατέρας του Βασίλειος Γιώτας

 

Είκοσι επτά χρόνια μετά το θάνατό του (13 Φεβρουαρίου 1938) η πόλη των Γιαννιτσών τον τίμησε με πάνδημο μνημόσυνο, με την παρουσία του γέροντα πατέρα του, φίλων, συγγενών και παλαιών συμπολεμιστών του.

Κάθε χρόνο ο τοπικός Σύλλογος Απογόνων Μακεδονομάχων με τη συνεργασία και του Δήμου Γιαννιτσών, οργανώνει διήμερο εκδηλώσεων προς τιμήν του ήρωα, με τρισάγιο, μνημόσυνο, σχετική ομιλία και καταθέσεις στεφανιών στην προτομή του.

Με τη συμπλήρωση ογδόντα χρόνων από το θάνατό του, στις 10 Μαρτίου 1991, οργανώθηκε λαμπρή εκδήλωση, από το Δήμο Γιαννιτσών, σε συνεργασία με το Σύλλογο Δασκάλων και Νηπιαγωγών (στον οποίο ανήκε η πρωτοβουλία) και με το Σύλλογο Μακεδονομάχων. Εψάλη μνημόσυνο στη Μητρόπολη των Γιαννιτσών και τρισάγιο στον τάφο του.

Στη συνέχεια στην αίθουσα του κιν/φου «REX» έγινε η πανηγυρική εκδήλωση προς τιμήν του. Κεντρικός ομιλητής ο δάσκαλος Ιωάννης Παπαλαζάρου, ενώ προλόγησαν η Αντιδήμαρχος κ. Ελένη Βοριά, ο Πρόεδρος των Μακεδονομάχων κ. Διονύσιος Κασάπης και εκ μέρους των συγγενών του ήρωα ο κ. Ι. Παπαστοΐτσης. Παρέστησαν στις εκδηλώσεις ο Μητροπολίτης κ. Χρυσόστομος, ο Νομάρχης Πέλλας, Βουλευτές του Νομού, ο Δήμαρχος Γιαννιτσών, ο Στρατηγός Διοικητής της Ι Μεραρχίας και πλήθος κόσμου.

Προς τιμήν του στήθηκε το 1955 στο πάρκο του Λευκού Πύργου Θεσσαλονίκης προτομή του, η οποία σήμερα βρίσκεται στην Άνω Πόλη στη μικρή πλατεία Ρομφέη. Το επόμενο έτος στήθηκε και στα Γιαννιτσά, αρχικά στο δημοτικό πάρκο κοντά στο Φιλίππειο, ενώ το 1968 μεταφέρθηκε στην ομώνυμη πλατεία, όπου βρίσκεται και το πατρικό του σπίτι.

 

10 Προτομή του Γκόνου Γιώτα στην ομόνυμη πλατεία των Γιαννιτσών

 

Χαρακτηριστικό της άγνοιας που επικρατεί γύρω από τη ζωή και τους αγώνες του ήρωα, δεν είναι μόνον οι ελάχιστες, οι συγκεχυμένες και υποτιμημένες πληροφορίες για τη δράση και την εθνική προσφορά του, είναι και οι χαώδεις ανακρίβειες που ανακαλύπτει κανείς σε ιστορικές πηγές, κυρίως ως προς τις χρονολογίες της γέννησης και του θανάτου του (ακόμα και στην προτομή του).

Η Πηνελόπη Δέλτα αναφέρει ότι εφονεύθη το 1907, ο «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ» του Γ.Ε.Σ. το 1908, ο «ΜΑΚ. ΑΓΩΝΑΣ» της ΕΚΔΟTlΚΗΣ το 1908, ο Άγγ. Αναστόπουλος στον «ΜΑΚΕΔ. ΑΓΩΝΑ» του το 1906 από Βουλγάρους, ο Γ. Μόδης το 1909, ο Χρ. Νεράντζης το 1909 από Βουλγάρους, ο Θ. Κανελλόπουλος το 1911 (ορθό), ο Τουρ. Οδηγός Ν. Πέλλας το 1911 (ορθό) η προτομή του το 1909 (διορθώθηκε). Ανάλογες ανακρίβειες υπάρχουν και για τη χρονολογία της γέννησής του.

Ας είναι η παρούσα έρευνα ένα ελάχιστο δείγμα οφειλόμενης τιμής στον τοπικό οπλαρχηγό Γκόνο Γιώτα και σε όλους τους γηγενείς Μακεδόνες Αγωνιστές που πρόταξαν τη ζωή τους, Ελλήνων προμαχούντες, για την τιμή, για την αξιοπρέπεια και την ελευθερία του τόπου μας.

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

1. Ι.Μαζαράκης –Αινιάν: «ΜΑΚΕΔ. ΑΓΩΝΑΣ» Αθήνα 1981
2. Γ. Μόδης: «ΜΑΚ. ΑΓΩΝΑΣ ΚΑΙ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ΑΡΧΗΓΟΙ» Θεσ/νίκη 1950
3. Κ. Βακαλόπουλος: «ΜΑΚΕΔ. ΑΓΩΝΑΣ 1904-1908» Θεσ/νίκη 1987
4. Δημ. Χατζής: «ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΚ. ΑΓΩΝΟΣ» Αθήνα 1971
5. ΓΕΣ/ΔΙΣ: «Ο ΜΑΚ.ΑΓΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΕΙΣ ΘΡΑΚΗΝ ΓΕΓΟΝΟΤΑ» Αθήνα 1979
6. Θ. Κανελόπουλος: «ΚΑΠΕΤΑΝ ΑΓΡΑΣ» Αθήνα 1958
7. Ιφ. Διδασκάλου: «ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΜΑΚ. ΑΓΩΝΑ» Θεσ/νίκη 1989
8. Π. Τσάμης: «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ» Θεσ/νίκη 1975
9. DOUGLAS DAKIN: «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ» Αθήνα 1985
10. Π. Παυλούρος: «ΕΠΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΕΚΠ. ΠΕΡΙΦ.ΓΙΑΝΝΙΤΣΏΝ» 1940
11. «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ» Θεσ/νίκη 1912
12. Αφηγήσεις απογόνων οικογενείας Γιώτα

Κατηγορία: Ιστορικα - Μακεδονικός Αγώνας

© 2007 - 2020 Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Γιαννιτσών "Ο Φίλιππος"
Διεύθυνση: Δημάρχου Στάμκου 1 58100 Γιαννιτσά, Τηλέφωνο: 2382083684, email: filippos@fileg.gr